Επενδυτικές επιλογές σε χαλεπούς καιρούς
Χρηματιστήρια

Επενδυτικές επιλογές σε χαλεπούς καιρούς

Πολλά από τα μεγαλύτερα funds που διαχειρίζονται χαρτοφυλάκια ομολόγων, όπως η BlackRock και η Vanguard, εκπέμπουν αισιοδοξία ότι μετά το δύσκολο 2022 οι αγορές κρατικών ομολόγων έχουν γυρίσει σελίδα καθώς η κορύφωση του πληθωρισμού είναι πίσω μας και πλησιάζει και η κορύφωση των επιτοκίων. 

Οι τιμές των 30ετων κρατικών ομολόγων στις ΗΠΑ έχουν καταγράψει άνοδο πάνω από 10% τον τελευταίο μήνα, ενώ οι εισροές στα βρετανικά funds σταθερού εισοδήματος έφτασαν τα 1,10 δισ. στερλίνες τον Νοέμβριο, οι υψηλότερες των δύο τελευταίων ετών.

Μετά τη φετινή χρονιά που ήταν η χειρότερη της ιστορίας για τις αγορές ομολόγων η αισιοδοξία φαίνεται να επιστρέφει. Η έξαρση του πληθωρισμού το 2022 αποδείχτηκε ο νούμερο ένα εχθρός για τις αγορές αφού ανάγκασε τις κεντρικές τράπεζες να προβούν σε ταχεία σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής με αυξήσεις επιτοκίων. Ήδη, οι ενδείξεις αποκλιμάκωσης των πληθωριστικών πιέσεων αφήνουν περιθώρια στις κεντρικές τράπεζες να μετριάσουν τον ρυθμό των επιθετικών αυξήσεων στα επιτόκια. 

Μπορεί να είναι ακόμη νωρίς για το τέλος της πίεσης στα επιτόκια, αλλά η ακραία μεταβλητότητα έχει μάλλον τελειώσει και μαζί της η αιμορραγία στις αγορές ομολόγων, επισημαίνει η BlackRock που διαχειρίζεται ενεργητικό $8 τρισ.

Η αναμενόμενη αύξηση επιτοκίων κατά μισή ποσοστιαία μονάδα από τη Fed την Τετάρτη έφερε το παρεμβατικό της επιτόκιο στο εύρος του 4,25% - 4,50% από το 0% τον Μάρτιο. Ήταν η ταχύτερη άνοδος επιτοκίων της τελευταίας 40ετίας. Πριν 40 περίπου χρόνια η Fed επιχείρησε παρόμοια νομισματική σύσφιξη για να αντιμετωπίσει μια χειρότερη τότε έξαρση του πληθωρισμού. 

Η BlackRock εκτιμά ότι τα βραχυπρόθεσμης διάρκειας ομόλογα είναι ελκυστικά για τοποθετήσεις. Σε παρόμοιο μήκος κύματος είναι και ο μεγαλύτερος διαχειριστής κεφαλαίων της Ευρώπης, η Amundi, που πιστεύει ότι το 2023 θα είναι η χρονιά των ομολόγων. 

Η επιθετική σύσφιξη των κεντρικών τραπεζών για να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός φέτος σήμανε το τέλος μιας δεκαετίας χαμηλού πληθωρισμού και πολύ χαμηλού κόστους δανεισμού. Η Deutsche Bank βάπτισε το 2022 ως το πρώτο παγκόσμιο bear market στα ομόλογα τα τελευταία 70 χρόνια. Η πτώση των τιμών είδε τις αποδόσεις των αμερικανικών και βρετανικών ομολόγων να εκτοξεύονται κατά 200 μονάδες βάσης, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη ετήσια άνοδο από το 1994.

Στην Ευρώπη η περίοδος των αρνητικών επιτοκίων πέρασε και αυτή στην ιστορία. Πριν ένα χρόνο το 67% της ευρωπαϊκής αγοράς χρέους, γύρω στα 6 τρις ευρώ, είχε αρνητικές αποδόσεις. Η Ιαπωνία που επέμεινε σε πολύ χαλαρή νομισματική πολιτική παραμένει η μόνη αγορά ομολόγων με αρνητικές αποδόσεις σήμερα.

«Η πανώλη των αρνητικών αποδόσεων πέρασε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι άρχισε το ιστορικό bull market στα ομόλογα που είδαμε τη δεκαετία του 1980s. Όμως υπάρχουν πολύ ελκυστικές αποδόσεις πλέον σε σύγκριση με πριν», εκτιμούν οι διαχειριστές στην PIMCO που διαχειρίζεται ενεργητικό $1.69 τρισ.

Με τις ομολογιακές αποδόσεις να σταθεροποιούνται σε υψηλότερα επίπεδα, οι επενδυτές αυξάνουν τις τοποθετήσεις τους. H διακράτηση ομολόγων ανταμείβεται πλέον. Οι αποδόσεις έχουν ομαλοποιηθεί ενώ πριν παρέμεναν πιεσμένες τεχνικά λόγω της πολιτικής των κεντρικών τραπεζών.

H Amundi συστήνει «overweight» έκθεση σε κρατικά ομόλογα και επενδυτικής βαθμίδας εταιρικά χρεόγραφα βραχυπρόθεσμης διάρκειας όπου οι αποδόσεις πλέον υπερβαίνουν το 5%. Εκτιμά ότι θα αναζωογονηθεί η επενδυτική τακτική του 60/40 (μετοχές/ομόλογα) στα χαρτοφυλάκια μετά τη χειρότερη επίδοση της εδώ και 100 χρόνια φέτος, αφού και οι δύο κατηγορίες σφυροκοπήθηκαν.

Ωστόσο, η αποτυχία των ομολόγων να προσφέρουν ασφάλεια το 2022 έχει προκαλέσει επιφυλακτικότητα ενόψει σημαντικής προσφοράς, καθώς οι κεντρικές τράπεζες θα συρρικνώνουν τους ισολογισμούς τους, πουλώντας ομόλογα. 

Στην Ευρώπη οι εκτιμήσεις για τις πωλήσεις νέου χρέους μιλούν για ποσά άνω των 500 δισ. ευρώ και ίσως διπλασιασμό του ποσού που θα κληθούν να απορροφήσουν οι ιδιώτες επενδυτές σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια. Όπως έδειξε και η περιπέτεια της Βρετανίας πρόσφατα, οι αγορές δείχνουν έτοιμες να τιμωρήσουν κυβερνήσεις με μη συνετή δημοσιονομική πολιτική.