Του Βασίλη Γεώργα
Τι μας είπε η κυβέρνηση με το φιλόδοξο προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2017 που κατέθεσε χθες στη Βουλή; Ότι αφού όλα τα άλλα εργαλεία απέτυχαν ή δεν δοκιμάστηκαν καθόλου, είναι καιρός να πιστέψουμε στα θαύματα και κυρίως σε αυτό που λέει ότι αν θέλουμε κάτι πολύ, το σύμπαν θα συνωμοτήσει υπέρ μας για να το πετύχουμε …
Χοντρικά ο προϋπολογισμός της επόμενης χρονιάς προβλέπει ότι ενώ πολίτες και επιχειρήσεις θα υποστούν πολύ μεγαλύτερη φορολογική αφαίμαξη από τη φετινή (2,6 δισ. ευρώ αντί των 590 εκατ. ευρώ το 2016), η ιδιωτική κατανάλωση θα ανακάμψει (+1,8%), οι επενδύσεις θα αυξηθούν θεαματικά (+9,1%), το ΑΕΠ θα αναπτυχθεί με τους ταχύτερους ρυθμούς της τελευταίας δεκαετίας -καταγράφοντας αύξηση 2,7%- και παράλληλα η οικονομία θα είναι σε θέση να δημιουργήσει πρωτογενή πλεονάσματα άνω των 3,3 δισ. ευρώ ή 1,8% του ΑΕΠ.
Πως θα επιτευχθούν όλα τα παραπάνω; Επειδή όλοι θα… συνωμοτήσουν υπέρ μας: οι δανειστές θα μας «δώσουν» το χρέος, η ΕΚΤ θα βάλει την Ελλάδα στην ποσοτική χαλάρωση, η κυβέρνηση θα χαλαρώσει τα capital controls, οι επιχειρήσεις και τα ξένα funds, θα αρχίσουν να κάνουν περισσότερες επενδύσεις, οι φορολογούμενοι θα σταματήσουν να σωρεύουν ληξιπρόθεσμα, οι καταναλωτές θα περισσότερα βρουν λεφτά να ξοδέψουν, οι τράπεζες θα πουλήσουν «κόκκινα» δάνεια και θα δώσουν μεγαλύτερη ρευστότητα στην αγορά κλπ, κλπ.
Οι προβλέψεις του προσχεδίου και οι παραδοχές που γίνονται, είναι τόσο επισφαλείς και συνοδεύονται από τόσους επιμέρους αστερίσκους, ώστε οι οικονομολόγοι που τον διάβασαν χθες καταλήγουν σε δύο αρχικά συμπεράσματα:
- Το ένα είναι ότι «τα νούμερα δεν βγαίνουν με τίποτα». Και δείχνουν κυρίως προς την κατεύθυνση των ιδιαίτερα υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και της μεγάλης αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων που καλείται να καταγράψει η οικονομία σε ένα τόσο ασφυκτικό δημοσιονομικό πλαίσιο. Τα παραπάνω αποτελούν βασικά «προαπαιτούμενα» ώστε να μην πέσουν έξω όλοι οι υπόλοιποι στόχοι.
- Το δεύτερο είναι πως έχουμε να κάνουμε παραδόξως με ένα προϋπολογισμό «προεκλογικού χαρακτήρα», ο οποίος την ίδια στιγμή που προβλέπει βαρύτατους φόρους, ταυτόχρονα επιχειρεί να «χρυσώσει το χάπι» με την αισθητή αύξηση κονδυλίων για κοινωνικές δαπάνες. Κονδύλια τα οποία εξυπηρετούν μεν το αφήγημα της «δίκαιης ανάπτυξης», αλλά δεν είναι ακόμη 100% διασφαλισμένα, αφενός διότι βασίζονται σε πλεονάσματα που δεν έχουν ακόμη επιτευχθεί και αφετέρου γιατί απαιτούν τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών.
Στο σκέλος αυτό προβλέπονται 760 εκατ. ευρώ για την πλήρη επέκταση του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης, άλλα 300 εκατ. ευρώ για την ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας, της υγείας και της παιδείας, 100 εκατ. ευρώ για την κρατική συμμετοχή στις ρυθμίσεις κόκκινων δανείων και 250 εκατ. ευρώ για την αύξηση της εθνικής συμμετοχής στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων λόγω της αντίστοιχης μείωσης του συγχρηματοδοτούμενου σκέλους.
Το «μικρόβιο» της αμφισβήτησης βρίσκει χώρο να αναπτυχθεί τόσο στο σκέλος των υπερβολικά υψηλών ρυθμών ανάπτυξης που προβλέπει ο προϋπολογισμός, όσο και στο σκέλος της επίτευξης των στόχων για τα φορολογικά έσοδα σε μια περίοδο που η εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας προσθέτει κάθε μήνα πάνω από 1 δισ. ευρώ στην «αποθήκη» των ληξιπρόθεσμων χρεών προς την εφορία.
Για τους στόχους αύξησης του ΑΕΠ κατά 2,7% τα είπε χθες καθαρά το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, αμφισβητώντας ευθέως τις δυνατότητες της οικονομίας να πετύχει τέτοιο άλμα. Οι παρατηρήσεις του πρέπει να διαβαστούν με ιδιαίτερη προσοχή καθώς το εν λόγω ανεξάρτητο όργανο είναι εκείνο που έχει επιφορτιστεί να παρακολουθεί την εκτέλεση του προϋπολογισμού κυρίως ως προς το σκέλος των δαπανών και να χτυπά το καμπανάκι για το ενδεχόμενο ενεργοποίησης του περιβόητου «κόφτη». Οι επισημάνσεις του, που με λίγα λόγια λένε ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για τέτοιους ρυθμούς ανάπτυξης και άνοδο ιδιωτικής κατανάλωσης, όταν περιμένουμε καταιγίδα φορολογικών επιβαρύνσεων ερμηνεύονται ως μια πρώτη προειδοποίηση.
Το πόσο επισφαλείς είναι οι προβλέψεις του προϋπολογισμού προκύπτει από τις βασικές υποθέσεις στις οποίες στηρίζονται οι εκτιμήσεις της οικονομικής ανάκαμψης.
Ένας από τους κεντρικούς πυλώνες είναι η εξειδίκευση των βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων μέτρων για το χρέος που σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών «θα γίνει το αμέσως επόμενο διάστημα», και ένας δεύτερος είναι η παρεπόμενη η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ που επίσης σύμφωνα με τις προσδοκίες της κυβέρνησης θα επιτευχθεί στο τέλος του 2016. Παρότι και τα δύο αυτά θέματα βρίσκονται κυριολεκτικά στον αέρα καθώς εξαρτώνται από το αποτέλεσμα της διελκυστίνδας μεταξύ Βερολίνου και ΔΝΤ, ο προϋπολογισμός τα θεωρεί αυτή τη στιγμή ως «δεδομένα» και το οικονομικό επιτελείο χαρακτηρίζει ρεαλιστικούς τους στόχους που τίθενται. Άλλοι παράγοντες που θεωρούνται απαραίτητοι για να επιτευχθούν οι στόχοι είναι η περαιτέρω χαλάρωση των capital controls, η βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας στην οικονομία όπως και των προσδοκιών νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Αν κάποιος ή κάποιοι από τους παραπάνω κρίκους της αλυσίδας «σπάσουν», ο κίνδυνος είναι ότι θα καταρρεύσει όλο το οικοδόμημα του προϋπολογισμού.
Ούτως ή άλλως το ίδιο το κείμενο του προσχεδίου αφήνει ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο να αναθεωρηθούν οι προβλέψεις ανάλογα με τις εξελίξεις.
Οπότε το ερώτημα είναι αν τα πράγματα δεν πάνε τόσο καλά όσο πιστεύουν σήμερα στο οικονομικό επιτελείο, τι άλλα «ισοδύναμα» θα βρεθούν ώστε να μην υπάρξει εκτροχιασμός και φτάσουμε στην ανάγκη λήψης νέων μέτρων ή στον περιβόητο κόφτη.