ΕΛΣΤΑΤ: Περαιτέρω περικοπές δαπανών από τα νοικοκυριά το 2016

ΕΛΣΤΑΤ: Περαιτέρω περικοπές δαπανών από τα νοικοκυριά το 2016

Την παρατεταμένη και εντεινόμενη οικονομική πίεση που βιώνουν οι πολίτες στην Ελλάδα αποκαλύπτουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, καθώς σύμφωνα με αυτά τα ελληνικά νοικοκυριά περιόρισαν περαιτέρω τις δαπάνες τους πέρυσι, κατευθύνοντας το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων σε διατροφή και στέγαση και τι μικρότερο στην εκπαίδευση. Ωστόσο, σε σχέση με το 2015, μειώθηκε οριακά το ποσοστό του πληθυσμού που αντιμετωπίζει τον κίνδυνο φτώχειας.

Σύμφωνα με την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ, η συνολική µηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών (αγορές) για το 2016 ανήλθε στα 5.713.151.430 ευρώ, καταγράφοντας µείωση κατά 2,5% ή 147.187.565 ευρώ σε σύγκριση µε το 2015. Η µέση µηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές ανήλθε στα 1.392,03 ευρώ, καταγράφοντας µείωση 2% ή 28,97 ευρώ. Η µέση συνολική δαπάνη για κάθε άτοµο ανήλθε στα 538,94 ευρώ, καταγράφοντας µείωση 2% ή 11,24 ευρώ. Σε πραγματικούς όρους, η µέση µηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών µειώθηκε ακριβώς κατά το ίδιο ποσοστό (2% ή 28,97 ευρώ), λόγω της µηδενικής επίδρασης του πληθωρισμού.

O κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 18,2% του πληθυσμού της χώρας, όταν στον υπολογισµό του δείκτη λαµβάνεται υπόψη µόνον η ισοδύναμη δαπάνη µε τρόπο κτήσεως την αγορά (18,3% το 2015), ενώ ο δείκτης µειώνεται στο 11,3% του πληθυσμού (13,4% το 2015), όταν λαµβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσεως (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόµενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, µη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κ.λπ.)

Η μερίδα του λέοντος στη διατροφή

Τόσο το 2015 όσο και το 2016, το μεγαλύτερο µερίδιο των δαπανών του µέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής (20,7%) και ακολουθούν η στέγαση (13,8%) και οι µεταφορές (12,9%), ενώ οι υπηρεσίες εκπαίδευσης αντιστοιχούν στο µικρότερο µερίδιο των δαπανών (3,2%). Αναλυτικότερα, σε τρέχουσες τιµές η ποσοστιαία κατανοµή των 12 κατηγοριών έχει ως εξής: είδη διατροφής 20,7%, στέγαση 13,8%, µεταφορές 12,9%, ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια 9,9%, διάφορα αγαθά και υπηρεσίες 9%, υγεία 7,4%, είδη ένδυσης και υπόδησης 5,8%, διαρκή αγαθά 4,4%, αναψυχή και πολιτισµός 4,6%, επικοινωνίες 4,2%, οινοπνευματώδη ποτά και καπνός 3,9% και εκπαίδευση 3,2%.

Σε σχέση µε την προηγούμενη έρευνα (2015), η µεγαλύτερη µεταβολή δαπανών (µείωση 7,5%) παρατηρείται στα διαρκή αγαθά, ενώ ακολουθούν η δαπάνη για αναψυχή και πολιτισµό (µείωση 6,4%) και τα οινοπνευματώδη ποτά και καπνός (µείωση 5,4%). ?έκα από τις δώδεκα κατηγορίες δαπανών παρουσιάζουν µείωση δαπανών (µε τη µικρότερη της τάξεως του 0,4% στις επικοινωνίες). Οι κατηγορίες για τις οποίες παρατηρείται αύξηση της µέσης µηνιαίας δαπάνης είναι η στέγαση (1,8%) και οι µεταφορές (0,1%).

Μεγαλύτερη µείωση στη µέση µηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών (τρέχουσες τιµές) στις υποκατηγορίες δαπανών, καταγράφεται στις διάφορες υπηρεσίες (αµοιβές δικηγόρων, συμβολαιογράφων, πρόστιµα, δικαστικά έξοδα, άδειες κυνηγίου, οπλοφορίας κ.λπ., έξοδα θρησκευτικών ιεροτελεστιών, συνδρομές σε σωματεία κ.λπ.) κατά 32,6% και στα έπιπλα, καλύµµατα δαπέδου, φωτιστικά (-27,2%), ενώ µεγαλύτερη αύξηση καταγράφεται στις οικονομικές υπηρεσίες (συνδρομές σε πιστωτικές κάρτες, αµοιβές λογιστών κ.λπ.) κατά 38% και στην κοινωνική προστασία (24,5%).

Όσον αφορά στις δαπάνες στα είδη διατροφής, παρατηρείται µείωση της µηνιαίας δαπάνης (τρέχουσες τιµές), για µεταλλικά νερά, αναψυκτικά, χυµούς φρούτων και λαχανικών (7,1%), φρούτα (5,2%), ψάρια (4%), γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά (3,9%), λαχανικά (2,6%), κρέας (1,2%), ζάχαρη, µαρµελάδες, µέλι κ.λπ. (0,4%) και αλεύρι, ψωµί και δημητριακά (0,3%). Ενώ παρατηρείται αύξηση της μηνιαίας δαπάνης για καφέ, τσάι και κακάο (7,4%) και έλαια και λίπη (0,2%).

Ανάλογα µε τον τύπο των νοικοκυριών, νοικοκυριά µε ένα άτοµο µόνο, ηλικίας 65 ετών και άνω, έχουν λιγότερες δαπάνες κατά 54,3% της µέσης µηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας. Νοικοκυριά που αποτελούνται από ένα ζευγάρι µε δυο παιδιά έως και 16 ετών έχουν περισσότερες δαπάνες κατά 40% της µέσης µηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών. Νοικοκυριά µε υπεύθυνο οικονοµικά µη ενεργό ή άνεργο δαπανούν, κατά µέσο όρο, το 77,1 % της µέσης µηνιαίας δαπάνης, ενώ αυτά µε υπεύθυνο αυτοαπασχολούμενο µε µισθωτούς το 213,4% αυτής.

Η µέση µηνιαία δαπάνη διαφέρει ανάλογα µε την ηλικία του υπευθύνου του νοικοκυριού. Όπως και στην έρευνα του 2015, τα νοικοκυριά µε υπεύθυνο ηλικίας 45- 54 ετών δαπανούν, κατά µέσο

όρο, περισσότερο. Συγκεκριμένα, τα νοικοκυριά αυτά δαπανούν κατά µέσο όρο το 127,1 % της µέσης µηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας. Τα νοικοκυριά µε τη µικρότερη ποσοστιαία συµµετοχή για το 2016 ήταν αυτά µε υπεύθυνο ηλικίας 75 ετών και άνω (61% αυτής). Τα νοικοκυριά που διαµένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν κατά µέσο όρο 1.134,13 ευρώ µηνιαίως, ενώ αυτά που διαµένουν σε αστικές περιοχές 1.464,08 ευρώ. Επομένως, τα νοικοκυριά που διαµένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν κατά µέσο όρο 22,5% λιγότερο από τα νοικοκυριά που διαµένουν σε αστικές περιοχές.

Σε σύγκριση με το 2015, η µέση µηνιαία ποσότητα υγρών ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου και υγρών καυσίµων που καταναλώνεται στην κύρια κατοικία αυξήθηκε κατά 19,4%, 2,9% και 0,2% αντίστοιχα, ενώ η µέση µηνιαία ποσότητα στερεών καυσίµων (καυσόξυλα, πελλέτες, πυρήνας κλπ.) και υγραερίου µειώθηκε κατά 6,7 % και 5,9%, αντίστοιχα.

Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει επίσης ότι τα νοικοκυριά διαθέτουν:

• Τηλεόραση έγχρωμη (99,5%)

• Κινητό τηλέφωνο (90,9%)

• Σταθερό τηλέφωνο (85,5%)

• Επιβατηγό αυτοκίνητο ΙΧ , τουλάχιστον ένα (65,6%)

• Προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή (66,1%)

• Πλυντήριο πιάτων (36,1%)

• Καταψύκτη (29,8%)

• ?εύτερη κατοικία (16%) και

• Κλειστό χώρο στάθμευσης (13%) και χρησιμοποιούν την κεντρική θέρμανση ως κύρια πηγή θέρμανσης σε ποσοστό 41,5%.

Όσον αφορά στην ανισότητα, το µερίδιο της µέσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές, τρέχουσες τιµές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,5 φορές µεγαλύτερο από το µερίδιο της µέσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (5,6 για το 2015). Ο δείκτης µειώνεται στο 4,2, όταν συμπεριληφθούν στην καταναλωτική δαπάνη και οι τεκμαρτές δαπάνες (τελική καταναλωτική δαπάνη), ενώ ήταν 4,4 το 2015. Το µερίδιο της µέσης ισοδύναμης δαπάνης για είδη διατροφής των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 32,2% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο µερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 14,2%.

Η µέση µηνιαία ισοδύναμη δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών εκτιµάται στο 32,6% των δαπανών των µη φτωχών νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 32,1% του µέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής, ενώ τα µη φτωχά το 19,8%. Λόγω της σύνθεσης των φτωχών νοικοκυριών (ηλικιωμένοι, ανασφάλιστοι, κ.λπ.), η δαπάνη τους για την υγεία ανέρχεται στο 9,3% του µέσου προϋπολογισμού τους, ενώ η αντίστοιχη δαπάνη των µη φτωχών ανέρχεται στο 7,8%.

Σχετικά με τα καταναλωτικά πρότυπα στην Ευρώπη, σε Ελλάδα και Βουλγαρία το σχετικά µεγαλύτερο µερίδιο των δαπανών (τρέχουσες τιµές) του µέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής. Τα καταναλωτικά πρότυπα διαφέρουν για τη Ιταλία, Ιρλανδία και Ισπανία, όπου καταγράφονται ως υψηλότερες οι δαπάνες που αφορούν στη στέγαση, ενώ για το Ηνωμένο Βασίλειο οι δαπάνες στις µεταφορές και στη στέγαση.

Οι δαπάνες για εκπαίδευση κυµαίνονται από 0,6% του µέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών στην Ιταλία έως 3,2% στην Ελλάδα. Παράλληλα, η Ελλάδα και η Βουλγαρία καταγράφουν τη µεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για την υγεία (7,4% και 6,7 % του µέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, αντίστοιχα).