Του Βασίλη Γεώργα
Καθοριστικής σημασίας για το περιεχόμενο της «πολιτικής συμφωνίας» που επιδιώκει να πετύχει η ελληνική κυβέρνηση, θα έχουν οι αποψινές συναντήσεις του πρωθυπουργού και των υπουργών Οικονομικών, Εργασίας και Οικονομίας με τον Επίτροπο Οικονομικών Pierre Moscovici και το «No 2» της ΕΚΤ Benoit Coeure.
Σε μια αρκετά κρίσιμη καμπή της διαπραγμάτευσης, όπου οι συζητήσεις έχουν πλέον βαλτώσει τόσο στο πολιτικά δύσκολο μέτωπο των εργασιακών, όσο και σε εκείνα της πίεσης για την λήψη πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων (2018-2023) και της προτεινόμενης αναδιάρθρωσης του χρέους, οι δύο «φιλέλληνες» αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έρχονται να διαδραματίσουν ρόλο διαμεσολαβητή με ένα και μόνο στόχο. Να ασκήσουν πιέσεις για λογαριασμό της ευρωζώνης ώστε η Αθήνα να αποδεχθεί τόσο τα μέτρα που προβλέπονται στη δεύτερη αξιολόγηση με αιχμή τα εργασιακά (ομαδικές απολύσεις, επιχειρησιακές συμβάσεις), όσο και τα επιπρόσθετα που έχει βάλει στο τραπέζι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (περικοπές δημοσίων δαπανών με αιχμή το συνταξιοδοτικό) ώστε μέσα στον Δεκέμβριο να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος συμβιβασμός.
Αν το αντάλλαγμα που κομίζουν για την κυβέρνηση Τσίπρα είναι μια ρύθμιση για το χρέος με τις λιγότερες δυνατές άμεσες δεσμεύσεις σε ότι αφορά τις απαιτήσεις των πιστωτών και ιδίως του ΔΝΤ για πρόσθετες περικοπές, δεν θα διστάσει να υπογράψει τη συμφωνία ακόμη και αν στα μεσοπρόθεσμα μέτρα δεν περιλαμβάνεται η μείωση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα κάτω από το 3,5%.
Αν επίσης η συμφωνία είναι τέτοια που θα επιτρέψει ταυτόχρονα στην ΕΚΤ να εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης μέσα στο πρώτο τρίμηνο της ερχόμενης χρονιάς, επίσης οι «κόκκινες γραμμές» που επικαλείται σήμερα η κυβέρνηση θα αποχρωματιστούν μπροστά στο υπέρτατο στόχο που είναι η «επιστροφή στις αγορές» προκειμένου να θωρακιστούν από την ΕΚΤ οι ελληνικές τράπεζες και να σηματοδοτηθεί η στροφή στην ανάπτυξη.
Για την ελληνική κυβέρνηση που έχει στηρίξει όλο το αφήγημα της ανάκαμψης στον αυτόματο πιλότο της συμφωνίας για το χρέος και της ένταξης στο QE, οτιδήποτε εμπεριέχει αυτές τις δύο παραμέτρους θα παρουσιαστεί ως «νίκη» που δικαιολογεί τις όποιες επιμέρους υπαναχωρήσεις.
Άλλωστε, η διακύβευση μιας αποτυχίας στην αξιολόγηση, και ακολούθως η καθυστέρηση σε όλη την αλυσίδα αποφάσεων που οδηγούν μέχρι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, είναι πολύ επικίνδυνη για όλους αυτή τη στιγμή. Αλλά περισσότερο είναι για την Ελλάδα η οποία δεν είναι σε θέση να βιώσει χωρίς να τραυματιστεί σοβαρά, τις επικείμενες αναταράξεις στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα μετά από μια ενδεχόμενη ήττα στο δημοψήφισμα Ρέντσι στην Ιταλία την ερχόμενη εβδομάδα. Και αυτή είναι η θέση που πρόκειται να διατυπώσει στον Πρωθυπουργό το μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ Benoit Coeure ο οποίος έχει πρωτοστατήσει στην προσπάθεια να ενταχθούν εγκαίρως τα ελληνικά ομόλογα στο QE, αμέσως μετά το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, αλλά με κάθε ευκαιρία επαναλαμβάνει ότι απαιτούνται να συνεχιστούν οι «μεταρρυθμίσεις» στην ελληνική οικονομία για να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των αγορών. Ο Benoit Coeure είναι επίσης ο άνθρωπος που συμμετέχει για λογαριασμό της ΕΚΤ στο Washington Group το οποίο αναμένεται ότι θα συγκληθεί εντός της εβδομάδας, πριν το Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου.
Αντίστοιχα ο ευρωπαίος επίτροπος για τα δημοσιονομικά και υπεύθυνος για το ελληνικό πρόγραμμα Pierre Moscovici, θα στηρίξει δημοσίως τις προσπάθειες που έχει κάνει η χώρα και ειδικά η συγκεκριμένη κυβέρνηση για να εφαρμόσει το τρίτο μνημόνιο. Πλην, όμως, η δουλειά που έρχεται να κάνει εδώ ο γάλλος σοσιαλιστής, είναι να «διαπραγματευτεί» απευθείας με τον Πρωθυπουργό (συνάντηση στις 17.00) και νωρίτερα με τους υπουργούς Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο και Δ. Παπαδημητρίου, τα πρόσθετα μέτρα που θα κληθεί να εφαρμόσει η κυβέρνηση προκειμένου να επιτευχθεί ένας συμβιβασμός για τη συμμετοχή του «σκληρού» ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα.
Η ελληνική κυβέρνηση από την πλευρά της έχει δείξει ότι προετοιμάζεται για μια «δύσκολη» συμφωνία, αν και για λόγους επικοινωνίας, επιμένει να υποστηρίζει πως δεν προτίθεται να οπισθοχωρήσει στα εργασιακά και δεν θα δεχθεί νέα μέτρα που θα γεφυρώνουν τη διαφορά της θέσης του ΔΝΤ για πρωτογενή πλεονάσματα 1,5% του ΑΕΠ μετά το 2018 και της Ε.Ε που επιμένει στον στόχο του 3,5%.
Παρ όλα αυτά το μήνυμα του υπουργού Οικονομίας Δ. Παπαδημητρίου όπως εστάλη χθες διεθνώς μέσω του πρακτορείου Bloomberg ήταν πως «στο τέλος πάντα υπάρχει μια συμφωνία δεν αρέσει σε όλους, αλλά με αυτή θα μπορεί να ζήσουν όλες οι πλευρές δεδομένων των δικών τους συγκεκριμένων αναγκών»…