Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Ένα μοντέλο ριζικής αναδιάρθρωσης που μοιάζει με όλα όσα... βίωσαν οι ελληνικές τράπεζες την τελευταία επταετία, προτείνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για την περαιτέρω θωράκιση του ευρωπαϊκού τραπεζικού κλάδου. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην έκθεση για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που είδε χθες το φως της δημοσιότητας, το «σχέδιο» προβλέπει κλείσιμο «μη βιώσιμων» τραπεζών, εκτεταμένες συγχωνεύσεις σε κλάδους με υπερβολικό αριθμό τραπεζών, μείωση καταστημάτων και προσωπικού και ένα πλάνο μείωσης των «κόκκινων» δανείων.
Μετά την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το ΔΝΤ επισημαίνει και αυτό με τη σειρά του το πρόβλημα του «φουσκωμένου» τραπεζικού κλάδου, ή, με άλλα λόγια, του πλεονάζοντος δυναμικού (overbanking) στην Ευρώπη και θέτει μία σειρά ζητημάτων που τυγχάνουν άμεσης αντιμετώπισης. Βάσει των προτάσεων του Ταμείου, ο ευρωπαϊκός τραπεζικός κλάδος θα πρέπει να μεταλλαχθεί σε ένα οικοσύστημα με λιγότερες αλλά πιο ανθεκτικές τράπεζες που θα παράγουν βιώσιμα κέρδη.
Ένα από τα βήματα για να... εξαλειφθεί το πλεονάζον δυναμικό και να ισορροπήσει ο τραπεζικός κλάδος είναι το κλείσιμο των μη βιώσιμων τραπεζών. Όπως έχει αναφέρει το liberal.gr, αυτή είναι μία θέση που υποστηρίζει και η ΕΚΤ, με αποτέλεσμα να αναμένονται σημαντικές πρωτοβουλίες μετά τα stress tests του 2018. Στόχος είναι να ξεκαθαρίσει το τοπίο σε ότι αφορά την ποιότητα του ενεργητικού για το σύνολο των ευρωπαϊκών τραπεζών και να σταματήσουν τα φαινόμενα... ανοχής.
Όπως προτείνει το ΔΝΤ, «για να εντοπιστούν οι αδύναμοι κρίκοι στα τραπεζικά συστήματα που έχουν σημαντικά προβλήματα ποιότητας ενεργητικού, θα μπορούσε να διενεργηθεί έλεγχος της ποιότητας ενεργητικού στις τράπεζες που δεν έχουν περάσει από μία τέτοια άσκηση. Στη συνέχεια οι ρυθμιστικές Αρχές θα πρέπει να αναλάβουν δράση για την εκκαθάριση των μη βιώσιμων ιδρυμάτων για να απομακρυνθεί το πλεονάζον δυναμικό.
Συρρίκνωση τραπεζών
Σύμφωνα με το Ταμείο, το πρόβλημα του «overbanking» διαφέρει από χώρα σε χώρα. Κάποια συστήματα διαθέτουν ενεργητικό πολύ μεγαλύτερο από την οικονομία της χώρας, με πολλές αδύναμες τράπεζες, ή με πολύ μεγάλο αριθμό τραπεζών που είτε έχουν τοπικό χαρακτήρα είτε περιορισμένη δραστηριότητα.
Χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Αυστρία αντιμετωπίζουν διαφορετικά προβλήματα, τα οποία ωστόσο πλήττουν την κερδοφορία των τραπεζών τους. Κάθε χώρα έχει ένα διαφορετικό μείγμα δομικών χαρακτηριστικών που επηρεάζουν αρνητικά την κερδοφορία. Για παράδειγμα, ο γαλλικός τραπεζικός κλάδος είναι μεγάλος σε σύγκριση με την οικονομία της Γαλλίας, ενώ διαθέτει μεγάλο ποσοστό ταμιευτηρίων και συνεταιριστικών τραπεζών.
Μεγάλο αριθμό τραπεζών διαθέτουν Γερμανία (1.774), Αυστρία (678) και Ιταλία (656), καθώς και χαμηλή συγκέντρωση, ενώ σε Ιταλία, Πορτογαλία και Ισπανία παρατηρείται ότι υπάρχει μεγάλος αριθμός υποκαταστημάτων ή προσωπικού σε σύγκριση με το ενεργητικό. Σημειώνεται ότι στο σχετικό γράφημα, η Ελλάδα εμφανίζει τη μεγαλύτερη πρόοδο στη μείωση καταστημάτων κατά την περίοδο 2008-15, αγγίζοντας το 38%. Παρ'' όλα αυτά, οι καταθέσεις ανά κατάστημα παραμένουν στην Ελλάδα σε χαμηλό επίπεδο λόγω των μεγάλων εκροών που έχουν σημειωθεί.
Σε ότι αφορά τη μείωση καταστημάτων και προσωπικού, τα μεγαλύτερα περιθώρια δράσης εντοπίζονται στη Γαλλία, στην Αυστρία και την Ιταλία. Στον αντίποδα, σημαντικά βήματα έχουν γίνει στην Ολλανδία και στην Ισπανία. Επισημαίνεται η μεγάλη συγκέντρωση του ισπανικού κλάδου κατά την περίοδο 2009-12, η οποία συνοδεύτηκε από μεταρρυθμίσεις στη διακυβέρνηση των τραπεζών.
Όπως εκτιμά το ΔΝΤ, ο εξορθολογισμός των υποκαταστημάτων προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση των λειτουργικών δαπανών κατά περίπου 23 δισ. δολάρια, ποσό που αντιστοιχεί στο 23% των προ φόρων κερδών των ευρωπαϊκών τραπεζών.
Ούτε σε 6 χρόνια η μείωση των «κόκκινων» δανείων
Οι Αρχές θα πρέπει, σύμφωνα με το ΔΝΤ, να εστιάσουν στην αντιμετώπιση των ευρύτερων προβλημάτων που εμποδίζουν την κερδοφορία, όπως τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και να αναπτύξουν στρατηγικές για την επιτάχυνση της ανάκαμψης. Με τον ρυθμό που «τρέχουν» σήμερα οι διαγραφές δανείων και με την ταχύτητα που δημιουργούνται νέα «κόκκινα» δάνεια, το ΔΝΤ εκτιμά ότι θα χρειαστούν περίπου 6 χρόνια κατά μέσο όρο για να επιλυθεί το πρόβλημα των προβληματικών χορηγήσεων στην Ευρωζώνη. Την ίδια ώρα, η κινητικότητα που παρατηρείται υποδεικνύει ότι οι πωλήσεις προβληματικών δανείων θα μπορούσαν να αυξηθούν, ειδικότερα στην Ιταλία.
Η δημιουργία νέων προβληματικών δανείων έχει περιοριστεί καθώς η οικονομία της Ευρωζώνης έχει αρχίσει να ανακάμπτει, ενώ οι διαγραφές και οι πωλήσεις NPLs έχουν αυξηθεί. Ενδεικτικά, οι συνολικές πωλήσεις κατά την περίοδο 2010-16 ανέρχονται στο 40% του ανώτατου επιπέδου των προβληματικών δανείων στην Ευρωζώνη. Χαρακτηριστικά παραδείγματα χωρών που έχουν σημειώσει ικανοποιητική πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι η Ιρλανδία και η Ισπανία.
Υπάρχουν, ωστόσο, σοβαρά εμπόδια για την ταχεία μείωση των «κόκκινων» δανείων, όπως αυτά που έχουν επισημανθεί στην περίπτωση των ελληνικών τραπεζών. Βασικά εμπόδια είναι το ανεπαρκές νομικό πλαίσιο και η αδυναμία ανάπτυξης μίας αποτελεσματικής αγοράς «κόκκινων» δανείων. Εκτός από τα τεχνικά χαρακτηριστικά υφίσταται ένα ακόμη πρόβλημα, αυτό της έλλειψης επαρκών κεφαλαιακών αποθεμάτων για να μπορέσουν οι τράπεζες να «ξεφορτωθούν» προβληματικά δάνεια στις τρέχουσες προσφερόμενες τιμές.