Η επόμενη ημέρα του 2021 βρίσκει τις ελληνικές τράπεζες πιο δυνατές και με δυνατή αναπτυξιακή πνοή στην προοπτική τους. Η περίοδος της άμυνας φαίνεται να έχει ολοκληρωθεί ή να βρίσκεται στο τελικό της στάδιο και πλέον τα επιχειρηματικά πλάνα θυμίζουν τις εποχές επέκτασης της δεκαετίας του 2000. Η νέα αυτή εποχή επικοινωνήθηκε κυρίως μέσα από τις τηλεδιασκέψεις των αποτελεσμάτων, βασίστηκε ωστόσο σε εκτιμήσεις που έγιναν πριν την Ουκρανική κρίση και ως εκ τούτου έχουν κάποιους βαθμούς αστοχίας.
Όπως και να έχει η κοινή συνισταμένη αυτών των πλάνων δείχνει την εστίαση στην ενίσχυση των επαναλαμβανόμενων εσόδων και τη δημιουργία κεφαλαίου που θα υποστηρίξει νέα πιστωτική επέκταση ή/και θα δώσει τη δυνατότητα διανομής μερίσματος στην τρέχουσα ή την επόμενη χρήση. Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο αλλά σίγουρα δεν έχει καμία σχέση με τους άθλους που πέτυχαν οι τράπεζες σε πολλά πεδία από το 2015. Να ποιες είναι οι βασικές διαπιστώσεις για το «από εδώ και πέρα» των συστημικών τραπεζών:
- Η έκθεση στην Ουκρανία και τη Ρωσία είναι από ασήμαντη έως μηδαμινή. Οι χορηγήσεις καλύπτονται από εμπράγματες καλύψεις ενώ οι επιπτώσεις που εντοπίζονται είναι κυρίως έμμεσες και σε δεύτερο χρόνο και αφορούν κυρίως τον κλάδο του Τουρισμού και την αύξηση κάποιων καθυστερήσεων στα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια.
- Η συζήτηση για τη διανομή των μερισμάτων έχει ξεκινήσει ωστόσο δεν θα είναι μια εύκολη υπόθεση. Το μεγαλύτερο μέρος των βασικών κεφαλαίων των τραπεζών αποτελείται από Αναβαλλόμενο Πιστωτικό Φόρο (DTC) ενώ έως το 2024 τρέχει η προσαρμογή με το ΔΠΧΠ-9 η οποία έχει χαρακτήρα απομείωσης στα κεφάλαια όπως και η αναβαλλόμενη φορολογία αλλά σε μικρότερο βαθμό. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες θα πρέπει να εμφανίσουν κέρδη από τα οποία μετά την αφαίρεση των πράξεων προσαρμογής να μένει «πραγματικό κεφάλαιο» προς διανομή. Την ίδια στιγμή η πιστωτική επέκταση θα πρέπει να υποστηριχθεί από τους αντίστοιχους δείκτες φερεγγυότητας συν κάποιο περιθώρια ασφαλείας. Άρα η διανομή των μερισμάτων είναι μια δύσκολη άσκηση -τουλάχιστον για την επόμενη χρήση- η οποία δεν εξαρτάται μόνο από το ύψος των κερδών αλλά και την ικανοποίηση και άλλων παραμέτρων.
- Η αύξηση των επιτοκίων λειτουργεί υποστηρικτικά στο εισόδημα από τόκους. Ενδεικτικά η Τράπεζα Πειραιώς ανέφερε ότι η αύξηση κατά 50 μονάδες βάσης του βασικού επιτοκίου αναφοράς της ΕΚΤ θα αυξήσει το έσοδο κατά 50 εκατ. ευρώ ενώ στην Εθνική Τράπεζα η αύξηση θα μεταφράζονταν σε 70 εκατ. ευρώ κατ’ έτος.
Eurobank: Για την περίοδο 2022 - 2024 η διοίκηση αναμένει απόδοση ιδίων κεφαλαίων 10% ανά έτος με αύξηση κερδών ανά μετοχή 13%. Ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων εκθέσεων αναμένεται το 2024 να πέσει στο 4,8% με κάλυψη 66% ενώ ο δείκτης βασικών κεφαλαίων CET-1 θα διαμορφωθεί σε 14,6. Η καθαρή πιστωτική επέκταση που προβλέπει η τράπεζα για το δανειακό της χαρτοφυλάκιο την περίοδο 2021 – 2024 θα είναι στα 7,4 δις ευρώ.
Alpha Bank: Για το 2022 η εκτιμώμενη απόδοση των ιδίων κεφαλαίων αναμένεται στα επίπεδα του 6% το οποίο μεταφράζεται σε κερδοφορία 330 εκατ. ευρώ. Το προ προβλέψεων εισόδημα αναμένεται να διαμορφωθεί σε 700 εκατ. ευρώ (-12% σε σχέση με το 2021) επηρεασμένο από την μείωση των NPEs αλλά και των χαμηλότερων επιτοκιακών περιθωρίων. Η καθαρή πιστωτική επέκταση αναμένεται να διαμορφωθεί σε 2,2 δις ευρώ ενώ τα NPEs στο τέλος της φετινής χρονιάς θα βρίσκονται στο 7%. Ο βασικός δείκτης φερεγγυότητας αναμένεται να διαμορφωθούν σε 12,5%.
Τράπεζα Πειραιώς: Η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων για το 2022 εκτιμάται ότι θα υπερβεί το 5% με δείκτη ΝPE στο 8%. Η καθαρή πιστωτική επέκταση αναμένεται να φθάσει το 1,3 δις ευρώ με τον βασικό δείκτη φερεγγυότητας να ξεπερνά το 10%. Η έκθεση της τράπεζας στην Ουκρανία σε ενδεχόμενο πλήρους διαγραφής θα «στοίχιζε» έξι μονάδες βάσης στα βασικά εποπτικά κεφάλαια. Για την Τράπεζα Πειραιώς θα πούμε περισσότερα μετά την παρουσίαση του επιχειρηματικού της πλάνου στις 6 Απριλίου όπου θα τεθούν οι νέοι στόχοι για την περίοδο 2022 – 2024.
Εθνική Τράπεζα: Η Εθνική Τράπεζα θα έχει δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων 6% στο τέλος του 2022 και 3% το 2024, απόδοση ιδίων κεφαλαίων 9% με στόχο το 10% το 2024 και βασικά κεφάλαια στο 15,2%. Η αύξηση των χορηγήσεων για την φετινή χρονιά εκτιμάται ότι θα είναι στα επίπεδα των 1,5 -2 δις ευρώ. Η Εθνική φαίνεται ότι θα είναι η επόμενη τράπεζα που θα ξεκινήσει να μιλάει με τις εποπτικές αρχές για την διανομή μερίσματος για τη χρήση του 2022.
Είναι επομένως οι ελληνικές τράπεζες επενδύσιμες σε αυτά τα επίπεδα τιμών; Η απάντηση είναι ότι είναι πολύ πιο επενδύσιμες από ότι πριν από ένα χρόνο. Η σχέση με την ενσώματη καθαρή θέση εκφράζει τις ποιοτικές και ποσοτικές διαφορές στο ενεργητικό τους και το ρίσκο εκτέλεσης των επιχειρηματικών πλάνων.
Σίγουρα δικαιούνται να έρθουν πιο κοντά στη σχέση με την οποία διαπραγματεύονται οι ώριμες Ευρωπαϊκές Τράπεζες. Αν μη τι άλλο σε ένα περιβάλλον αύξησης επιτοκίων ο τραπεζικός κλάδος έχει ένα λόγο παραπάνω να ελπίζει σε βελτίωση των μεγεθών του. Ειδικά τώρα που οι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ της Ελληνικής Οικονομίας για τα επόμενα τέσσερα χρόνια προβλέπονται θετικοί.
Που διαπραγματεύονται οι ελληνικές τράπεζες με βάση την ενσώματη καθαρή θέση του 2021