Του Γιώργου Φιντικάκη
Σε μια χώρα που βρίσκεται με το μισό πόδι έξω από ένα μνημόνιο, το φυσιολογικό θα ήταν η ψυχολογία της αγοράς να ανεβαίνει και κυρίως οι επιχειρήσεις να σχεδιάζουν δυναμικά τις επόμενες επενδυτικές τους κινήσεις.
Κι όμως αυτό στην περίπτωση της Ελλάδας δεν ισχύει. Η πορεία εξόδου δεν συνδυάζεται με στιβαρή ανάκτηση της εμπιστοσύνης από το επενδυτικό κεφάλαιο. H οικονομία προσλαμβάνει την αβεβαιότητα που πλανάται πάνω από την επόμενη ημέρα της χώρας, μυρίζεται την αδυναμία της, και αυτό ξυπνά ένστικτα αυτοσυντήρησης.
Είναι χαρακτηριστική η έρευνα που δημοσίευσε χθες ο ΙΟΒΕ για τις επενδύσεις στη βιομηχανία, επικαλούμενος τις εκτιμήσεις των ίδιων των επιχειρήσεων, οι οποίες αντί να ξεδιπλώνουν νέα σχέδια, προαναγγέλλουν ότι θα μειώσουν το 2018 τις σχετικές τους δαπάνες, κατά 2,4%.
Είναι, όπως σημειώνει η έρευνα, μια επί τα χείρω αναθεώρηση συγκριτικά με την πρώτη εκτίμηση στην προηγούμενη έρευνα (Οκτωβρίου-Νοεμβρίου 2017), η οποία προέβλεπε άνοδο επενδύσεων για το 2018 κατά 15,4%!
Σαν εξήγηση από τους επιχειρηματίες προβάλλεται το προφανές: Η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική και η αβεβαιότητα που συνοδεύει την επόμενη ημέρα, η αποτρεπτική φορολογία κερδών, η χαμηλή ζήτηση και το υψηλό κόστος κεφαλαίων.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ενώ οι ελληνικές επιχειρήσεις στη μεταποίηση προβλέπουν μείωση, στην υπόλοιπη Ευρωζώνη, όπως αναφέρει η ίδια έρευνα, οι επενδυτικές δαπάνες στη βιομηχανία προβλέπεται να αυξηθούν φέτος κατά 8,6%.
Κι όλα αυτά συμβαίνουν όχι σε μια οικονομία που ετοιμάζεται να εισέλθει σε ένα μνημόνιο, αλλά σε μια που ετοιμάζεται να εξέλθει από αυτό. Σε μια χώρα που βγαίνει από επταετή ύφεση, έχοντας κάνει μια τεράστια προσαρμογή, εξαλείψει το διπλό έλλειμμα, υιοθετήσει πολλές μεταρρυθμίσεις τα τελευταία χρόνια. Συμβαίνουν με άλλα λόγια, σε μια οικονομία που «αναδύεται» ξανά στον έξω κόσμο, με το Grexit εκτός ορατού ορίζοντα, με πληθώρα υποτιμημένων περιουσιακών στοιχείων, στην αρχή μιας υποτιθέμενης κυκλικής ανάκαμψης, και που φωνάζει ότι είναι γεμάτη επενδυτικές ευκαιρίες.
Κι όμως η πραγματική οικονομία φαίνεται ότι δεν τις βλέπει. Και αν κάποιοι θεωρούν περιορισμένου βεληνεκούς την έρευνα του ΙΟΒΕ, υπάρχει και η έκθεση του ΔΝΤ για την Ευρώπη «Regional Economic Outlook». Ανάμεσα στις πολλές αρνητικές πανευρωπαϊκές πρωτιές της Ελλάδας, είναι και αυτή για τις επενδύσεις. Κατά τις εκτιμήσεις του Ταμείου, οι ακαθάριστες επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ θα διαμορφωθούν στο 12,7% το 2018, έναντι περίπου 12% πέρυσι, και στο 13,8% το 2019. Η Ελλάδα εμφανίζει με πολύ μεγάλη διαφορά το μικρότερο ποσοστό, όχι μόνο στην Ευρωζώνη, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Επενδυτές, Έλληνες και ξένοι, και φυσικά οι αγορές, αυτό που στην πραγματικότητα βλέπουν στην Ελλάδα, είναι μια οικονομία που προσποιείται ότι έχει αναρρώσει. Και η συνειδητοποίηση του πόσο αδύναμοι ακόμη είμαστε, ξυπνά επιθετικά ένστικτα.
Βλέπουν μια ανάκαμψη που εξαρτάται όχι από την εγχώρια δυναμική αλλά από τον τουρισμό και τις εξαγωγές, παράγοντες που συνδέονται αμφότεροι με το διεθνές περιβάλλον, γεγονός που σημαίνει ότι στον παραμικρό κραδασμό, η εικόνα μπορεί να ανατραπεί. Βλέπουν ότι η ανάκαμψη δεν έχει την ένταση που θα έπρεπε για μια οικονομία που ανακάμπτει μετά τόσο μακρά και βαθιά ύφεση.
Βλέπουν έπειτα τη μεγάλη εικόνα, τα αγκάθια στο δρόμο προς την έξοδο της Ελλάδας, τη διαφωνία του Βερολίνου με το ΔΝΤ για το χρέος, τις επιπλοκές από μια πιθανή αποχώρηση του Ταμείου, το αρνητικό σήμα που θα σταλεί στις αγορές. Την ανώριμη ρητορική της καθαρής εξόδου, το φάσμα αβεβαιότητας που δημιουργεί η απλή αναλογική, το εξαιρετικά περιοριστικό δημοσιονομικό πλαίσιο, πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% μέχρι το 2022 και 2% μέχρι το 2060.
Το 2015 έχει εγγραφεί στη μνήμα τους
Στη μνήμη επίσης επενδυτών, και αγορών, έχουν εγγραφεί δηλώσεις στελεχών της πρώτης περιόδου διακυβέρνησης από το ΣΥΡΙΖΑ, ότι «δεν έχει νόημα να μιλάμε για προαπαιτούμενα, ότι ακόμη και αν δεν κάνουμε τίποτα, στο τέλος θα μας δώσετε τα λεφτά». Και αναρωτιόνται τι θα συμβεί αν οι εταίροι δώσουν στην Ελλάδα τα μέτρα μείωσης του χρέους, αλλά εκείνη αρχίσει μετά να μην τηρεί τα υπεσχημένα. Αντιλαμβάνονται γιατί το Βερολίνο, σε αντίθεση με το ΔΝΤ που αξιώνει ένα αυτόματο μηχανισμό ενεργοποίησης των όποιων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, προτείνει ότι κάθε φορά που δεν θα προχωρούν οι μεταρρυθμίσεις ή δεν θα επιτυγχάνονται οι δημοσιονομικοί στόχοι, να μπαίνει αυτομάτως φρένο στις ελαφρύνσεις.
Τέτοια βλέπουν οι επενδυτές, και δεν είναι σίγουροι κατά πόσο η Ελλάδα αποτελεί πλέον μια νέα ευκαιρία ή ακόμη το ρίσκο παραμένει υψηλό. Εξάλλου το επιτόκιο του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου, βρίσκεται καρφωμένο στο 4,1%.
Έτσι, και παρ' ότι σύμφωνα με το ΔΝΤ, η αποεπένδυση και εκροή κεφαλαίων στην Ελλάδα πλησιάζει το 50% του ΑΕΠ και έχει διπλασιαστεί σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο, όταν το έλλειμμα βρισκόταν γύρω στο 75% του ΑΕΠ, η χώρα συνεχίζει να παραμένει ένα μεγάλο ερωτηματικό.