Το προσεχές διάστημα η Fed και η ΕΚΤ θα παρουσιάσουν διαφορετικές νομισματικές πολιτικές και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δε θα καταφέρουν και πολλά στην προσπάθειά τους να εξομαλύνουν την κατάσταση, αναφέρει ο Mohamed A. El-Erian σε άρθρο του στο Marketwatch. Στις ΗΠΑ, η Fed θα αυξήσει τα επιτόκια για πρώτη φορά εδώ και σχεδόν 10 χρόνια, ενώ η ΕΚΤ αναμένεται σήμερα να ανακοινώσει αύξηση των αρνητικών επιτοκίων – ακόμα κι αν αυτό σημαίνει μεγαλύτερη πίεση στα κρατικά ομόλογα.
Για να εφαρμοστούν αυτές οι πολιτικές και οι δύο κεντρικές τράπεζες επιδιώκουν δικούς τους στόχους που καθορίζονται από τη νομοθεσία τους. Το πρόβλημα, όμως, όπως αναφέρει ο αρθρογράφος, είναι πως υπάρχουν ελάχιστοι μηχανισμοί ή και κανένας που μπορούν να διαχειριστούν τις διεθνείς συνέπειες αυτής της αυξανόμενης απόκλισης.
Η Fed αντιδρά στη συνεχόμενη βελτίωση της αγοράς εργασίας των ΗΠΑ, αν και η αντίδρασή της είναι μετριοπαθής, σημειώνει ο αρθρογράφος. Γι' αυτό θα αποφασίσει στη συνεδρίασή της 15-16 Δεκεμβρίου την αύξηση των επιτοκίων, γεγονός που σηματοδοτεί μια στροφή στην προσέγγιση της τράπεζας στην οικονομία που στοχεύει στην ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής.
Εντωμεταξύ, η ΕΚΤ έχει απέναντί της διαφορετικές προκλήσεις, όπως βραδεία ανάπτυξη, τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού, αλλά και ανησυχίες για τον αντίκτυπο των τρομοκρατικών επιθέσεων του Παρισιού στις επιχειρήσεις και στις συνήθειες των καταναλωτών. Ακριβώς γι' αυτό, επιλέγει να αυξήσει τα αρνητικά επιτόκια αλλά και να παρατείνει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Ουσιαστικά, η ΕΚΤ θα λάβει περισσότερα δοκιμαστικά μέτρα, τα οποία θα πιέσουν ακόμα περισσότερο για μια χρηματοοικονομική επιτάχυνση. Όπως αναφέρεται στο άρθρο του Marketwatch, σ' ένα τέλειο κόσμο οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα είχαν κάνει τις εκτιμήσεις τους σχετικά με τις πιθανές συνέπειες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και θα είχαν σχεδιάσει μια σειρά από εργαλεία για την καλύτερη υλοποίηση των σχεδίων των τραπεζών. Δυστυχώς όμως η πολιτική πόλωση και η γενικευμένη δυσλειτουργία στον πολιτικό σχεδιασμό – τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην ΕΕ – συνεχίζουν να αποτελούν τροχοπέδη σ' αυτή την προσπάθεια.
Υπάρχουν τρία σημαντικά ζητήματα που απαιτούν προσεκτική παρακολούθηση τους επόμενους μήνες:
- Οι ΗΠΑ δε θα κρατήσουν στάση αναμονής για μεγάλο διάστημα, αν το νόμισμά τους ισχυροποιηθεί αρκετά και παράλληλα υποχωρήσει η ανταγωνιστικότητά τους. Ήδη κάποιες επιχειρήσεις ζητούν από την κυβέρνηση να λάβει πιο ενεργό ρόλο στο «νομισματικό πόλεμο» που εκτυλίσσεται.
- Ακριβώς επειδή το δολάριο είναι αποθεματικό νόμισμα, μια απότομη ενίσχυσή του θα πιέσει όσους το χρησιμοποίησαν χωρίς μέτρο. Ουσιαστικά αυτό αφορά τις αναδυόμενες αγορές και τις εταιρείες που δανείστηκαν τόσα χρόνια με χαμηλά επιτόκια στις αντίστοιχες χώρες (Περού, Κίνα, Ρωσία) και τώρα χρεοκοπούν η μία μετά την άλλη.
- Οι απότομες κινήσεις στα επιτόκια και στις συναλλαγματικές ισοτιμίες μπορούν να προκαλέσουν κινητικότητα σε άλλες αγορές, κυρίως στις μετοχές. Επειδή οι ρυθμιστικοί έλεγχοι και οι περιορισμοί της αγοράς έχουν υποχρεώσει τους επενδυτές να αδυνατούν να παίξουν έναν αντικυκλικό ρόλο συσσωρεύοντας αποθέματα στους ισολογισμούς τους, με αποτέλεσμα η αστάθεια των τιμών να είναι μεγάλη.
Σύμφωνα με τον Mohamed A. El-Erian, αν γίνουν τα παραπάνω, θα υπάρξει ένας σχετικά σταθερός κόσμος πολλών ταχυτήτων, σημαντικές ανακατατάξεις που υπονομεύουν την οικονομική ανάκαμψη των ΗΠΑ, και μια ευρωπαϊκή αναζωογόνηση που θα επωφεληθεί από την ανάπτυξη των ΗΠΑ. Από τη μία η Fed που ομαλοποιεί τη νομισματική πολιτική της και από την άλλη η ΕΚΤ που παίρνει έκτακτα μέτρα, δίνουν ελπίδες για το μέλλον. Παράλληλα όμως, αυξάνεται και η δημοσιονομική και οικονομική αβεβαιότητα.