Του Θανάση Παπαδή
Θα επιλέξετε να πληρώνετε περισσότερες ασφαλιστικές εισφορές στο Δημόσιο για να διεκδικήσετε μεγαλύτερη σύνταξη όταν έρθει η ώρα ή θα προτιμήσετε να παραμείνετε στο ελάχιστο όριο, διοχετεύοντας μέρος της ρευστότητάς σας σε ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο το οποίο θα σας εξασφαλίσει «ένεση» αποδοχών όταν φτάσετε στην ηλικία συνταξιοδότησης;
Όποια κι αν είναι η επιλογή που θα κάνετε, το πολύ ουσιαστικό είναι ότι για πρώτη φορά αποκτάτε το δικαίωμα ακόμη και να μπείτε σε αυτή τη διαδικασία σκέψης. Ποτέ ξανά στο παρελθόν ο επαγγελματίας δεν είχε δικαίωμα επιλογής. Επί δεκαετία οι υποχρεωτικές ασφαλιστικές εισφορές προσδιορίζονταν με μοναδικό κριτήριο τα χρόνια ασφάλισης και ουδείς ρωτούσε τον ενδιαφερόμενο αν τα βγάζει πέρα ή όχι με ασφαλιστικές εισφορές που έφταναν ακόμη και τα 900 ευρώ ανά δίμηνο. Κι όταν ήρθε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ο νόμος Κατρούγκαλου, η κατάσταση έγινε ακόμη χειρότερη (και αντισυνταγματική) καθώς το 26,95% του εισοδήματος -όποιο και αν ήταν αυτό- έπρεπε να δημευτεί ουσιαστικά υπέρ του Δημοσίου. Από το νέο έτος, 1,4 εκατομμύρια επαγγελματίες θα επιλέγουν το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών που θα καταβάλλουν στο Δημόσιο. Γνωρίζοντας μάλιστα και τους καινούργιους συντελεστές αναπλήρωσης που θα ενσωματωθούν στο νέο ασφαλιστικό, θα μπορούν αυτομάτως να εκτιμήσουν και την επίπτωση που θα έχει η εισφορά που θα καταβάλλουν στη σύνταξή τους. Το υπουργείο Εργασίας θα κάνει δύο βασικές κινήσεις για να πείσει τους επαγγελματίες να πληρώνουν περισσότερα στο Δημόσιο:
1. Θα αυξήσει τους συντελεστές αναπλήρωσης ειδικά για όσους έχουν πάνω από 30 χρόνια ασφάλισης. Αυτό σημαίνει ότι όποιος παραμείνει περισσότερα χρόνια στην αγορά εργασίας, θα αποζημιωθεί διπλά, καθώς θα έχει υψηλότερο συντελεστή αναπλήρωσης και αυτός θα εφαρμόζεται σε υψηλότερο επίπεδο συντάξιμων αποδοχών.
2. Θα «παγώσει» τις εισφορές για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στο επίπεδο των 66 ευρώ ανά μήνα. Ετσι, όποιος επιλέγει να πληρώνει περισσότερες εισφορές στο Δημόσιο, αυτομάτως θα επιτυγχάνει και καλύτερη αναλογία στις εισφορές που πηγαίνουν για τη σύνταξή του. Δηλαδή, στην ελάχιστη κατηγορία των 210 ευρώ ανά μήνα, το 74% του ποσού θα πηγαίνει για τη σύνταξη (155 ευρώ) και το 26% (ή 55 ευρώ) για την υγεία. Αν όμως ο ενδιαφερόμενος πληρώνει τη μέγιστη εισφορά των 566 ευρώ, τότε το 88% του ποσού θα κατευθύνεται για τη σύνταξή του (δηλαδή 500 ευρώ) και μόλις το 12% για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ήτοι 66 ευρώ τον μήνα). Αυτή η διευκόλυνση στηρίζεται στην αρχή ότι όλοι θα πρέπει να πληρώνουν τις ίδιες εισφορές για την υγεία, από τη στιγμή που θα απολαμβάνουν και τις ίδιες υπηρεσίες.
Με αυτά τα δεδομένα, η επιλογή για το τελικό ύψος των εισφορών βρίσκεται ξεκάθαρα στα χέρια του αυτοαπασχολούμενου, ο οποίος θα πρέπει να υπολογίσει ποια σύνταξη θα πάρει, ανάλογα με το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών. Ακόμη το τοπίο δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο, καθώς εκκρεμεί η ανακοίνωση των νέων συντελεστών αναπλήρωσης. Σε κάθε περίπτωση, η εικόνα δεν αναμένεται να διαφοροποιηθεί πάνω από 10% και έχει ως εξής:
1. Αν κάποιος πληρώνει μόνο τα 210 ευρώ, που είναι και η ελάχιστη εισφορά, τότε η σύνταξή του θα διαμορφωθεί στα 673 ευρώ ύστερα από 40 χρόνια ασφάλισης και στα 553 ευρώ ύστερα από 30 χρόνια ασφάλισης.
2. Αν ανέβει στα 252 ευρώ, η σύνταξη θα είναι 591 ευρώ ύστερα από 30 χρόνια και 735 ευρώ ύστερα από 40 χρόνια.
3. Με εισφορά 302 ευρώ, βγαίνει σύνταξη 653 ευρώ στα 30 χρόνια και 836 ευρώ ύστερα από 40 χρόνια.
4. Με εισφορά 363 ευρώ η σύνταξη ανέρχεται στα 729 ευρώ ύστερα από 30 χρόνια και στα 958 ευρώ ύστερα από 40 χρόνια.
5. Με εισφορά 435 ευρώ, η σύνταξη μπορεί να φτάσει ακόμη και στα 1.103 ευρώ ύστερα από 40 χρόνια (ή στα 818 ευρώ ύστερα από 30 χρόνια)
6. Τέλος, με την εισφορά των 566 ευρώ, έχουμε σύνταξη 981 ευρώ ύστερα από 30 χρόνια και 1.367 ευρώ ύστερα από 40 χρόνια.
Από όλα αυτά τα ποσά συντάξεων, έχει αφαιρεθεί η εισφορά υγείας που παρακρατείται από τους συνταξιούχους και δεν έχει ληφθεί υπόψη η επικείμενη αύξηση των συντελεστών αναπλήρωσης με την οποία όλα τα ποσά που προαναφέρθηκαν (ειδικά για τόσα χρόνια ασφάλισης) θα είναι αυξημένα έως και κατά 10%.
Στην «εξίσωση» μπαίνει τώρα και ο ιδιωτικός παράγοντας. Ενα συνταξιοδοτικό πρόγραμμα -με βάση τα σημερινά δεδομένα- για το οποίο ο ασφαλισμένος θα πληρώνει 100 ευρώ τον μήνα, εξασφαλίζει σύνταξη 262 ευρώ μηνιαίως, ύστερα από 30 χρόνια ασφάλισης. Αυτή η σύνταξη θα καταβάλλεται για τουλάχιστον 15 χρόνια. Ετσι, ένας σημερινός 35άρης μπορεί να κάνει ένα πρόγραμμα 30 ετών και θα γνωρίζει ότι από τα 65 έως τα 80 θα εισπράττει επιπλέον 262 ευρώ τον μήνα για 15 χρόνια. Αν αυτά τα 100 ευρώ τα έδινε στο Δημόσιο τι θα γινόταν; Προκύπτει από τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν. Αν ασφαλιστεί για 30 χρόνια με την ελάχιστη εισφορά των 210 ευρώ, θα πάρει σύνταξη 553 ευρώ, ενώ αν ασφαλιστεί με μέση εισφορά 302 ευρώ θα πάρει σύνταξη 653 ευρώ, δηλαδή περίπου 100 ευρώ παραπάνω. Στην περίπτωση της ιδιωτικής ασφάλισης, η σύνταξη των 262 ευρώ θα είναι για 15 χρόνια, ενώ στη δεύτερη περίπτωση εφ' όρου ζωής. Δύσκολη επιλογή, αλλά πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι δίνεται δικαίωμα στην επιλογή.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Παρασκευής