Του Γιώργου Φιντικάκη
Ελλοχεύει ο κίνδυνος να πιστέψουμε ότι τελειώσαμε με το μνημόνιο, αλλά δεν είναι έτσι. Ενόψει των κρίσιμων διαπραγματεύσεων που έρχονται θα ήταν τεράστιο λάθος να εμφανίσουμε αναθεωρητικές τάσεις, να αρχίσουμε να λέμε ευχάριστα πράγματα, να τροφοδοτήσουμε την εντύπωση ότι είμαστε έτοιμοι να κάνουμε ό,τι και στο παρελθόν.
Όχι τα λόγια δεν ανήκουν στον Γιώργο Χουλιαράκη, αλλά στον Στέργιο Πιτσιόρλα. Στον υφυπουργό Οικονομίας που εδώ και πάνω από ένα χρόνο μετά τον ανασχηματισμό του 2016, ζει αναγκαστικά κάτω από τον αμερικανοτραφή Παπαδημητρίου.
Είπε κι άλλα ενδιαφέροντα χθες ο Πιτσιόρλας στην εκδήλωση της διαΝΕΟσις για τους «πέντε Δράκους» που κρατούν φυλακισμένη την οικονομία (χρέος, ασφαλιστικό, φορολογικό, πολυνομία-κακονομία, δικαιοσύνη).
Κυρίως όμως διατύπωσε δύο απόψεις, δύσπεπτες ακόμη για το ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ. Πρώτον ότι η κρίση που αντιμετώπισε η χώρα δεν ήταν κρίση χρέους, αλλά κρίση ανταγωνιστικότητας. Σαν να λέμε, η κρίση έφερε τα μνημόνια, όχι τα μνημόνια την κρίση. Δεύτερον, ότι τίποτα δεν έχει ακόμη κερδηθεί, επομένως ας κοπάσουν οι πανηγυρισμοί, και ας δεσμευτεί η κυβέρνηση ότι η ολοκλήρωση του προγράμματος σημαίνει μεταρρυθμίσεις, και όχι προσωρινές πρακτικές που θα ανακυκλώνουν τη κρίση.
Οσοι παρακολουθούν τον Πιτσιόρλα θυμίζουν ότι τα έχει ξαναπεί ή ακόμη ότι επαναλαμβάνει τον εαυτό του αφού το μοτίβο παραμένει το ίδιο. Ισως να έχουν δίκιο.
Οι κουβέντες του θα είχαν θεωρητικό και μόνο ενδιαφέρον αν δεν διαγραφόταν πράγματι μπροστά μας το περίγραμμα μιας υποτροπής. Στο νήμα της εξόδου από το μνημόνιο, η οικονομία ακόμη «μπουσουλάει». Βασίζεται σε κοινωνικές πολιτικές, επιδοτήσεις, και κοινοτικά κονδύλια. Δεν νοιαζόμαστε να παράξουμε νέο πλούτο, παρά βασιζόμαστε στα λεφτά (από φόρους) των άλλων, πως θα τα πάρουμε, πως θα τα μοιράσουμε σε μικροπολιτικές παροχές. Η κατάσταση βελτιώνεται αλλά βελτιώνεται απελπιστικά αργά, χωρίς η επιτάχυνση να αποτελεί στρατηγικό στόχο της κυβερνητικής πολιτικής.
Στην πράξη αυτό που βλέπουν ο Χουλιαράκης, ο Πιτσιόρλας και αντιλαμβανόμαστε όλοι εμείς, είναι ότι η επιθυμία των Ευρωπαίων να ξεφορτωθούν το πρόβλημα Ελλάδα, μπορεί να οδηγήσει σε μια σίγουρα όχι καθαρή έξοδο, αλλά πάντως χειραγωγήσιμη. Με προσλήψεις, μερίσματα και μπόνους απόδοσης σε εργαζόμενους του δημοσίου, κάτι σαν παλινόρθωση της χρεοκοπημένης παλαιάς Ελλάδας.
Δεν χρειάζεται και πολύ φαντασία για να δει κανείς πως θα κυλήσουν τα πράγματα μετά τον Αύγουστο. Γιατί να σεβαστεί η κυβέρνηση τη δημοσιονομική πειθαρχία όταν με τέτοια μαξιλάρια φόρων που έχει φτιάξει, έχει εξασφαλισμένη τη χρηματοδότηση της χώρας μέχρι τις επόμενες εκλογές ; Τι άλλο ρόλο μπορεί να επιφυλάσσει για το νέο ΣΔΟΕ που υπάγεται απευθείας στον υπουργό Οικονομικών, παρά το βραχίονα στην προσπάθεια του Μαξίμου να παρεμβαίνει στο εν εξελίξει κυνηγητό μέσα στο σκοτεινό επιχειρηματικό δάσος της χώρας ;
Το πιθανότερο είναι πως τα προεκλογικά σποτάκια, προσεχώς θα πυκνώσουν. Ομως δεν θα διαφημίζουν μόνο το φθηνό ρεύμα και τα επιδόματα, αλλά και τις επιτυχίες της κυβέρνησης στην υπόθεση Novartis ή στην αποκάλυψη οικονομικών εγκλημάτων.
Και ας συνεχίζει να επικρατεί κομφούζιο στις κρατικές δομές των Δήμων, τραγελαφική κατάσταση στη δημόσια διοίκηση ή να αντιδρά ο ΣΥΡΙΖΑ σε κάποιες μεταρρυθμίσεις, όπως είπε χθες με ειλικρίνεια ο κ. Πιτσιόρλας.
Υπάρχει ωστόσο ένα πρόβλημα. Ο Στέργιος Πιτσιόρλας δεν είναι πλέον πρόεδρος του ΤΑΙΠΕΔ, παρά υπουργός της κυβέρνησης. Δουλειά του, όπως και του Χουλιαράκη, δεν είναι να κρούει το καμπανάκι και να προειδοποιεί για τυχόν παραστρατήματα ή σημάδια απορρύθμισης στο Δημόσιο, παρά να τα τιθασεύει. Όπως ακριβώς πρέπει να κάνει με τους «Δράκους» που κρατούν την οικονομία φυλακισμένη.
Δεν ενδιαφέρει κανέναν -πλην των δημοσιογράφων- αν ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να αντιδρά στις μεταρρυθμίσεις ή αν ο Πιτσιόρλας λέει αλήθειες. Αυτό που ενδιαφέρει τη κοινωνία είναι να φέρει η κυβέρνηση σε πέρας τις μεταρρυθμίσεις, κι ας φωνάζουν όσο θέλουν οι κομματικοί στρατοί του ΣΥΡΙΖΑ και των άλλων κομμάτων.
Φωτογραφία intime news