Δοκιμάζονται οι αντοχές του συστήματος

Δοκιμάζονται οι αντοχές του συστήματος

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

Σε μία καθοριστική στιγμή για το μέλλον τους, οι ελληνικές τράπεζες ανακοινώνουν τα αποτελέσματα του 2016 τις επόμενες ημέρες και η προσοχή όλων είναι στραμμένη σε όσα θα πουν οι διοικήσεις τους για την κατάσταση που επικρατεί σήμερα και όχι για τα πεπραγμένα του περασμένου έτους.

Η αγορά περιμένει από τις τράπεζες να δώσουν στοιχεία για τις «αντοχές» του συστήματος, όσο συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις. Μπορούμε να φτάσουμε μέχρι τον Ιούλιο χωρίς να υπάρξουν άκρως αρνητικές επιπτώσεις και τι θα γίνει αν η αξιολόγηση καθυστερήσει ακόμη περισσότερο; Ποια είναι τα πραγματικά όρια του συστήματος με τις εκροές που καταγράφονται κάθε μήνα και τι συμβαίνει με τα «κόκκινα» δάνεια; Πόσο ανησυχητική είναι η αύξηση του ELA και τι θα γίνει με τα capital controls;

Πληροφορίες αναφέρουν ότι από τη στιγμή που θεωρείται απίθανο η οικονομία να αναπτυχθεί με ρυθμό 2,7% φέτος, οι τραπεζικές διοικήσεις προχωρούν σε αλλαγή πλάνων για να διασώσουν ότι μπορούν, τουλάχιστον στο μέτωπο των «κόκκινων» δανείων. Η αναιμική ανάκαμψη που εκτιμάται πως θα σημειωθεί το 2017 φέρνει αλλαγές στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των πλάνων που έχουν καταρτίσει για την επόμενη τριετία, καθώς ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) της ΕΚΤ, δεν  δέχεται μέχρι στιγμής την αναθεώρηση των ποσοτικών στόχων.

Με άλλα λόγια, οι ελληνικές τράπεζες καλούνται να επιτύχουν τους ίδιους στόχους, ήτοι να μειώσουν τα προβληματικά δάνεια κατά 10 δισ. ευρώ φέτος και κατά 40 δισ. ευρώ συνολικά έως το τέλος του 2019, αλλάζοντας μείγμα στρατηγικής. Όσο η ανάπτυξη καθυστερεί και η οικονομία δεν βοηθά, η διαχείριση μέσω των ρυθμίσεων θα δίνει τη θέση της σε διαγραφές και πωλήσεις δανείων.

Διότι όσα δάνεια και αν ρυθμιστούν, αν δεν βελτιωθούν οι συνθήκες και δεν ενισχυθεί το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, αυτά θα «κοκκινίζουν» εκ νέου, σε ένα φαύλο κύκλο που αφενός ροκανίζει τα κεφάλαια των τραπεζών και αφετέρου κρατάει εγκλωβισμένη την πραγματική οικονομία.

Σε κάθε ευκαιρία οι τραπεζίτες αναφέρονται στην ανάκαμψη που σημείωσαν πέρσι, μετά το καταστροφικό 2015 και προειδοποιούν για τον κίνδυνο να χαθούν τα πάντα αν η αξιολόγηση δεν κλείσει άμεσα. Το τέλος Απριλίου ήταν η πρώτη άτυπη προθεσμία που έδιναν οι τράπεζες, καθώς εκτιμούσαν ότι αν φτάσουμε στον Ιούνιο ή τον Ιούλιο, θα έχουμε επανάληψη του 2016, όταν η αξιολόγηση έκλεισε τέλη Μαΐου και η οικονομία ανέκαμψε στο δεύτερο μισό του έτους, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να… εντυπωσιάσει. Το ενδεχόμενο να μην κλείσει η αξιολόγηση δεν θέλει να το σκέφτεται κανείς…

Όπως, υποστηρίζουν τραπεζικά στελέχη, σήμερα η ανάγκη «εντυπωσιασμού» είναι πολύ μεγαλύτερη, καθώς μετά από εννέα χρόνια κρίσης η οικονομία χρειάζεται όσο ποτέ μία σημαντική ώθηση, όπως η πρόβλεψη του προϋπολογισμού για ανάπτυξη 2,7%.

Η αύξηση του ορίου του μηχανισμού έκτακτης παροχής ρευστότητας (ELA) από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα την περασμένη εβδομάδα, αποτελεί μία ακόμη σοβαρή προειδοποίηση για το σύστημα, μετά τις εκροές καταθέσεων στο α' τρίμηνο και την κακή εικόνα στο μέτωπο των «κόκκινων» δανείων.

Η ρύθμιση για τον αναβαλλόμενο φόρο δίνει στις τράπεζες τη δυνατότητα να διαχειριστούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις ζημιές που θα προκύψουν από το σχέδιο μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) τα επόμενα χρόνια, όμως εκτός από τη λογιστική αποτύπωση, υπάρχουν και οι πραγματικές συνθήκες.

Η αβεβαιότητα συνεχίζεται όσο δεν κλείνει η αξιολόγηση απειλούνται όλοι οι στόχοι και παράλληλα ενισχύονται οι ανησυχίες για τα stress tests του 2018. Στο καλό σενάριο, η αξιολόγηση θα κλείσει μέσα στον Απρίλιο και οι τράπεζες θα κινηθούν επιθετικά και αποφασιστικά για να καλύψουν το χαμένο έδαφος, τουλάχιστον σε ότι αφορά τα «κόκκινα» δάνεια. Διότι για να επιστρέψουν καταθέσεις θα χρειαστούν αρκετές θετικές εξελίξεις και κυρίως είναι  απαραίτητη η ουσιαστική βελτίωση του κλίματος στην οικονομία.

Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, ακόμη και αν κλείσει αύριο η αξιολόγηση, η προσπάθεια που θα πρέπει να καταβάλλουν είναι διπλή, καθώς εκτός από την επιδείνωση των συνθηκών στο τελευταίο τρίμηνο, καλούνται να επιτύχουν τους στόχους του έτους σε λιγότερο από εννέα μήνες, από τη στιγμή που το α' τρίμηνο θεωρείται χαμένο. Αυτό που τους απασχολεί τη δεδομένη χρονική στιγμή είναι να μη χαθεί το εξάμηνο, γιατί μαζί με το εξάμηνο θα έχει χαθεί μία μεγάλη ευκαιρία να δούμε τα πρώτα σημάδια ουσιαστικής ανάκαμψης, έστω σε επίπεδο αριθμών.