Του Χρήστου Ν. Κώνστα
Η Ελλάδα θα χρειαστεί σύντομα νέες παρεμβάσεις στο χρέος. Δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο χώρας που να επιβίωσε οικονομικά με τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα (3,5% και 2,5% του ΑΕΠ) για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα (42 χρόνια!).
Παράλληλα, η περικοπή των συντάξεων και η μείωση του αφορολόγητου ορίου είναι προϋποθέσεις για να συνεχιστεί το πρόγραμμα και να εφαρμοστούν κάποια από τα «κοινωνικά αντίμετρα» που έχουν συμφωνηθεί.
Αυτά είναι μερικά από τα συμπεράσματα της συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ, Πήτερ Ντόλμαν με αφορμή την Ετήσια Έκθεση του άρθρου 4 που θα δημοσιευθεί επισήμως στα τέλη του μήνα, μετά την έγκρισή της από το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ μαζί με την Έκθεση Βιωσιμότητας Χρέους.
Τι αναφέρει η έκθεση
Η επίτευξη του υψηλού 3.5 τοις εκατό του ΑΕΠ στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος για την περίοδο 2018-2022 που έχει συμφωνηθεί με τους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς θα απαιτήσει υψηλή φορολογία και θα περιορίσει την κοινωνική δαπάνη και τις επενδύσεις, αναφέρει η έκθεση, τονίζοντας ότι η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσει το 2019 εξοικονομήσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα, ενώ το 2020, θα πρέπει να μειώσει τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές.
Όσον αφορά το ελληνικό χρέος επισημαίνει ότι η πρόσφατη συμφωνία για την ελάφρυνσή του βελτιώνει σημαντικά τη βιωσιμότητα του μεσοπρόθεσμα, ωστόσο οι μακροπρόθεσμες προοπτικές παραμένουν αβέβαιες.
Ειδικότερα, το Ταμείο εκτιμά ότι η επέκταση των ωριμάνσεων κατά 10 χρόνια και τα άλλα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, σε συνδυασμό με το ταμειακό απόθεμα ασφαλείας (cash buffer) θα διασφαλίσουν μία σταθερή μείωση του χρέους και των ακαθάριστων δανειακών αναγκών μεσοπρόθεσμα, κάτι που αναμένεται να βελτιώσει σημαντικά τις προοπτικές να αποκτήσει η Ελλάδα πρόσβαση σε χρηματοδότηση από την αγορά μεσοπρόθεσμα.
Ωστόσο, το ΔΝΤ εκφράζει τη ανησυχία του «ότι αυτή η βελτίωση στους δείκτες του χρέους μπορεί να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα μόνο με βάση υποθέσεις που εμφανίζονται ιδιαίτερα φιλόδοξες σχετικά με την αύξηση του ΑΕΠ και την ικανότητα της Ελλάδας να έχει μεγάλα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα», επισημαίνοντας ότι είναι δύσκολο να διατηρήσει η χώρα πρόσβαση στις αγορές μακροπρόθεσμα χωρίς περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, τα στελέχη του Ταμείου καλωσορίζουν μεν τη δέσμευση των Ευρωπαίων εταίρων να προσφέρουν πρόσθετη ελάφρυνση εφόσον χρειασθεί, ωστόσο χαρακτηρίζουν κρίσιμης σημασία η πρόσθετη ελάφρυνση αυτή «να εξαρτηθεί από ρεαλιστικές υποθέσεις» και συγκεκριμένα σχετικά με την ικανότητα της Ελλάδα να διατηρεί εξαιρετικά μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα.
Η έκθεση επισημαίνει ακόμα ότι παραμένουν στη χώρα σημαντικά κατάλοιπα της κρίσης, τα οποία μαζί με τη μη ολοκληρωμένη μεταρρυθμιστική ατζέντα εξακολουθούν να εμποδίζουν την ταχύτερη ανάπτυξη, τη στιγμή που η συμμετοχή της Ελλάδας στη νομισματική ένωση και οι στόχοι που έχουν τεθεί για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα περιορίζουν τις πολιτικές επιλογές της.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η ενίσχυση της ανάπτυξης και του βιοτικού επιπέδου θα εξαρτηθεί από τη βελτίωση του μίγματος της δημοσιονομικής πολιτικής, την αποκατάσταση των ισολογισμών του χρηματοπιστωτικού τομέα, την περαιτέρω απελευθέρωση της αγοράς προϊόντων και της αγοράς εργασίας και την ενίσχυση της αποδοτικότητας και της διακυβέρνησης του δημόσιου τομέα.
AP Photo/Virginia Mayo