Το 2022 είναι μία πολύ επεισοδιακή χρονιά για την παγκόσμια αγορά λιπασμάτων. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η τεράστια αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου στην Ευρώπη εκτόξευσαν τις τιμές, τους τζίρους και τα κέρδη των εταιρειών. Μεγάλοι κερδισμένοι της υπόθεσης οι Βορειοαμερικανοί παραγωγοί, καθώς η Ευρωπαϊκή βιομηχανία πιέζεται από την υψηλή τιμή του φυσικού αερίου. Οι επενδυτές όμως είναι πλέον επιφυλακτικοί, ίσως γιατί βλέπουν πως τα φετινά ρεκόρ θα κάνουν τελικά κακό στην ζήτηση.
Οι φετινές εξελίξεις στην παγκόσμια αγορά λιπασμάτων δεν έχουν περάσει απαρατήρητες από την διεθνή ειδησεογραφία, και δεν μιλάμε μόνο για τις οικονομικές ειδήσεις. Το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία εκτόξευσε τις τιμές όλων των ειδών λιπασμάτων αφού οι καλλιεργητές φοβήθηκαν πως τα λιπάσματα από την Ρωσία και την Λευκορωσία θα έβγαιναν ξαφνικά έξω από την παγκόσμια αγορά λόγω των κυρώσεων εις βάρος της Ρωσίας. Αυτό τελικά δεν έγινε, αφού η Βραζιλία, που είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας λιπασμάτων στον κόσμο, μαζί με άλλες χώρες, έπεισαν τις ΗΠΑ να μην επεκτείνουν τις κυρώσεις και στα λιπάσματα. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για να εξομαλύνει την κατάσταση και να ρίξει αρκετά τις τιμές, οι οποίες είχαν ήδη σημειώσει σημαντική άνοδο μέσα στο 2021, επηρεασμένες και από την γενικότερη αναταραχή που προκάλεσε η πανδημία. Ο νέος παράγων που επιβάρυνε την κατάσταση ήταν η μεγάλη αύξηση του ενεργειακού κόστους και ειδικότερα της τιμής του φυσικού αερίου το οποίο χρησιμοποιείται από πολλές βιομηχανίες λιπασμάτων και αποτελεί ένα μεγάλο μέρος του συνολικού λειτουργικού κόστους. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: για τα περισσότερα είδη λιπασμάτων η άνοδος της τιμής από τις αρχές του καλοκαιριού του 2021 μέχρι την άνοιξη του 2022 έφθασε από 50% έως 100%, ενώ αν μετρήσουμε την άνοδο από τις αρχές του 2020, πριν την έλευση της πανδημίας, αυτή ήταν ακόμα μεγαλύτερη και ξεπερνάει σε μερικές περιπτώσεις το 150%. Η κατάσταση βέβαια εξομαλύνθηκε από το τέλος του Απριλίου και μετά και άρχισε μία σταδιακή πτώση των τιμών αφού η παγκόσμια αγορά βγήκε από την «κατάσταση πανικού» όταν έγινε σαφές πως τα ρωσικά λιπάσματα είχαν εξαιρεθεί από τις δυτικές κυρώσεις.
Με τέτοια άνοδο τιμών είναι φυσικό να έχουν ωφεληθεί πολύ όλοι οι παραγωγοί λιπασμάτων. Πρόσφατο άρθρο του Barron’s που αναφέρεται στην πορεία των μεγάλων εταιρειών λιπασμάτων των ΗΠΑ και του Καναδά, επισημαίνει πως η άνοδος του κύκλου εργασιών αυτών των εταιρειών είναι εντυπωσιακή και συμβαδίζει με την γενική άνοδο της τιμής των λιπασμάτων. Αντίστοιχη είναι και η άνοδος των μετοχών τους. Η CF Industries (CF NYSE) βρίσκεται αυτές τις μέρες κοντά στα 100 δολάρια ενώ στο τέλος του 2019 ήταν γύρω στα 40. Η Mosaic (MOS NYSE), η οποία βρισκόταν στο τέλος του 2019 κοντά στα 20 δολάρια, βρίσκεται τώρα λίγο πάνω από τα 50. Η καναδική Nutrien (NTR NYSE) είναι κοντά στα 90 ενώ στο τέλος του 2019 ήταν γύρω στα 50. Οι εταιρείες της Βορείου Αμερικής δεν είναι οι μόνες που έχουν επωφεληθεί από την μεγάλη άνοδο των τιμών. Πολύ καλά έχουν πάει, μέχρι στιγμής, και ευρωπαϊκές επιχειρήσεις όπως η γερμανική K&S (SDF XETRA) και η νορβηγική Yara (YAR OSLO), με τις μετοχές τους να σημειώνουν σημαντική άνοδο από την αρχή του 2020, ειδικά αυτή της K&S. Λέμε μέχρι στιγμής γιατί εδώ και μερικούς μήνες η ευρωπαίοι παραγωγοί λιπασμάτων βρίσκονται σε μία κατάσταση συναγερμού λόγω της ανεξέλεγκτης πλέον ανόδου της τιμής του φυσικού αερίου, το οποίο στην Ευρώπη είναι περίπου οκτώ φορές πιο ακριβό από το αντίστοιχο στις ΗΠΑ και τον Καναδά. Καθώς αυτή η τεράστια άνοδος του φυσικού αερίου περνά σταδιακά στο κόστος παραγωγής των εταιρειών που έχουν παραγωγικές εγκαταστάσεις στην Ευρώπη, αρκετές από αυτές αναγκάζονται να σταματήσουν ή να περιορίσουν σημαντικά την παραγωγή τους. Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Bloomberg, ένα μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής βιομηχανίας λιπασμάτων έχει ήδη τεθεί εκτός λειτουργίας. Ειδικά στον τομέα των αζωτούχων λιπασμάτων το 38% της παραγωγικής δυναμικότητας είχε τεθεί εκτός λειτουργίας πριν το τέλος του Αυγούστου. Το ποσοστό αυτό δεν αποκλείεται τώρα να είναι ακόμα μεγαλύτερο μετά την αναρρίχηση του συμβολαίου του ευρωπαϊκού φυσικού αερίου (Dutch TTF) μέχρι τα 350 Ευρώ/Mwh. Η ανησυχία στην αγορά είναι έκδηλη, καθώς τα πράγματα θα γίνουν ακόμα χειρότερα αν τελικά φτάσουμε κάποια στιγμή σε υποχρεωτικές περικοπές στην κατανάλωση φυσικού αερίου. Η διοίκηση της γερμανικής K&S είχε δηλώσει σχετικά τον Αύγουστο πως σε μία τέτοια περίπτωση, μέχρι και το 25% της παραγωγικής της δυναμικότητας θα μπορούσε να βρεθεί εκτός λειτουργίας.
Ακούγοντας αυτά, κάποιος θα υπέθετε πως οι μετοχές των αμερικανικών και καναδικών εταιρειών λιπασμάτων θα είχαν αρχίσει να διαφοροποιούνται από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές, αφού η παραγωγή τους όχι μόνο δεν μειώνεται αλλά έχει αυξηθεί κιόλας, σε αντίθεση με όσα είδαμε παραπάνω για την Ευρώπη. Και δεν είναι μόνο θέμα παραγωγής αλλά και κόστους παραγωγής αφού το ενεργειακό κόστος στις ΗΠΑ και τον Καναδά είναι σαφώς μικρότερο του αντίστοιχου στην Ευρώπη. Η αλήθεια όμως είναι πως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Μετά από μία σημαντική διόρθωση των τιμών τους που σημειώθηκε από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο και συμβάδισε με την σχετική αποκλιμάκωση των τιμών των λιπασμάτων, η πορεία των μετοχών των αμερικανικών εταιρειών δεν διαφοροποιείται σημαντικά από αυτή των ευρωπαϊκών. Οι αμερικανικές έχουν λίγο καλύτερη πορεία αλλά όχι αυτή που θα περίμενε κανείς δεδομένων των προβλημάτων που ταλαιπωρούν τις ευρωπαϊκές. Τι συμβαίνει λοιπόν εδώ; Γιατί οι αμερικανικές εταιρείες, με την εξαιρετική κερδοφορία και τις θετικές προοπτικές τους δεν βλέπουν τις μετοχές τους να ανεβαίνουν σημαντικά παρά τα πλεονεκτήματά τους απέναντι στις ευρωπαϊκές; Συμβαίνει άραγε κάτι παράξενο; Μάλλον όχι. Αυτό που συμβαίνει είναι κατά πάσα πιθανότητα η αντίδραση των καταναλωτών λιπασμάτων, δηλαδή των καλλιεργητών ανά τον κόσμο, στην σημαντική αύξηση των τιμών. Η αντίδραση αυτή είναι απλή: μειώνουν όσο μπορούν την ζήτηση, είτε αποφασίζοντας να αλλάξουν καλλιέργειες προτιμώντας αυτές που χρειάζονται μικρότερες ποσότητες λιπασμάτων ή ρισκάρουν να χρησιμοποιήσουν λιγότερα λιπάσματα ελπίζοντας πως οι καιρικές συνθήκες θα είναι ευνοϊκές και θα αποφύγουν τις μεγάλες ζημιές. Κάτι τέτοιο γίνεται σίγουρα στην Βραζιλία, τον μεγαλύτερο εισαγωγέα λιπασμάτων όπως είπαμε παραπάνω. Ήδη από τις αρχές Αυγούστου, ρεπορτάζ του Reuters ανέφερε πως παρά τις μεγάλες παραγγελίες λιπασμάτων από την Βραζιλία την άνοιξη, η ζήτηση είχε αρχίσει να μειώνεται λόγω των πολύ υψηλών τιμών. Σαν επιβεβαίωση αυτών των εκτιμήσεων ήρθε άρθρο του Bloomberg την προηγούμενη εβδομάδα. Σε αυτό βλέπουμε πως οι τελευταίες εκτιμήσεις από την Βραζιλία λένε πως για πρώτη φορά από το 2015 η κατανάλωση λιπασμάτων θα μειωθεί σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Η εκτίμηση για μείωση της κατανάλωσης κατά 7,2% το 2022 σε σχέση με το 2021 έχει γίνει από την αμερικανική εταιρεία μελετών Stone X και την βραζιλιάνικη εταιρεία λιπασμάτων Anda. Σύμφωνα με τον αναλυτή της Stone X, πολλοί αγρότες αποφάσισαν να βασιστούν στα υπολείμματα λιπασμάτων που έχουν μείνει στο έδαφος από την προηγούμενη καλλιεργητική χρονιά. Αυτή η απόφαση μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στην περίπτωση που οι καιρικές συνθήκες αποδειχθούν αντίξοες ή αν κάποια ασθένεια πλήξει τις καλλιέργειες. Από άλλο ρεπορτάζ του Bloomberg, αυτή την φορά από τις ΗΠΑ, μαθαίνουμε πως οι αμερικανοί αγρότες είναι και αυτοί πολύ επιφυλακτικοί και καθυστερούν τις παραγγελίες τους όσο οι τιμές παραμένουν υψηλές. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το κόστος έχει ανεβεί για τους αγρότες όχι μόνο όσο αφορά στα λιπάσματα, αλλά και στα φυτοφάρμακα, τους σπόρους, τα μεταφορικά και το εργατικό κόστος.
Φαίνεται λοιπόν πως οι επενδυτές των μετοχών των εταιρειών λιπασμάτων εκτιμούν πως με τις τωρινές, αρκετά ανεβασμένες τιμές, έχει αρχίσει η καταστροφή της ζήτησης (demand destruction), η οποία θα έχει ως συνέπεια την υποχώρηση των τιμών, την μείωση των πωλήσεων και τελικά την χειροτέρευση των οικονομικών μεγεθών των επιχειρήσεων. Όπως βλέπουμε τα πράγματα, αυτό που μπορεί να αλλάξει την κατάσταση υπέρ των εταιρειών λιπασμάτων είναι μία άνοδος στις τιμές των αγροτικών προϊόντων η οποία θα δώσει στους αγρότες το περιθώριο να προχωρήσουν σε μεγαλύτερες δαπάνες ενόψει αυξημένων εσόδων. Αυτή θα είναι μία αρκετά ευχάριστη εξέλιξη για αυτούς αλλά εξαιρετικά δυσάρεστη για πάρα πολλούς πολίτες σε όλο τον κόσμο.