Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Δεν είναι μικρό κατόρθωμα η κατάκτηση της κορυφής των αποδόσεων σε διεθνές επίπεδο για το Χρηματιστήριο της Αθήνας, ούτε το γεγονός ότι ο Γενικός Δείκτης έχει καταγράψει μέσα στο 2019 κέρδη διπλάσια από τους κρισιμότερους δείκτες των παγκόσμιων αγορών, Dow Jones και S&P 500. Όμως στο σημείο που βρίσκεται σήμερα η ελληνική αγορά διχάζει τους αναλυτές των μεγαλύτερων επενδυτικών οίκων και κατ' επέκταση τους επενδυτές για το κατά πόσο έχει τη δυναμική να «κερδίσει» νέες κορυφές μετά από άνοδο της τάξης του 44% φέτος. Βέβαια, το ελληνικό χρηματιστήριο ξεπερνάει με χαρακτηριστική ευκολία τα κέρδη της Wall γιατί ξεκίνησε από πάρα πολύ χαμηλή βάση και όχι γιατί έγινε ξαφνικά μία ώριμη αγορά που όλοι τρέχουν να τοποθετηθούν.
Αναμφίβολα το μεγάλο «στοίχημα» είναι αυτό των 1.000 μονάδων που θεωρείται δεδομένο ότι θα τονώσει την ψυχολογία και θα αποτελέσει στήριγμα για την επόμενη μεγάλη ανοδική κίνηση. Για να φτάσει εκεί, το ΧΑ καλείται να ξεπεράσει ορισμένα διόλου ευκαταφρόνητα εμπόδια, τα οποία μπορεί να μην μοιάζουν τόσο μεγάλα όσο στο παρελθόν αλλά δεν παύουν να προκαλούν διστακτικότητα σε όσους σκέφτονται να δεσμεύσουν τα χρήματά τους στην ελληνική αγορά. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι ο ΓΔ δυσκολεύεται να «πιάσει» τις 900 μονάδες και κάθε φορά που τις προσεγγίζει κάνει πίσω.
Το βασικό ερώτημα το οποίο πρέπει να απαντήσουν οι επενδυτές είναι αν η ελληνική κυβέρνηση έχει την πρόθεση αλλά και την ικανότητα να συνεχίσει στο δρόμο που ξεκίνησε και να κάνει τομές που εδώ και χρόνια έχουν αγνοηθεί επιδεικτικά, ενώ θεωρούνται απαραίτητες. Διότι η δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να ξεφύγει από το τέλμα, τις στρεβλώσεις και τις παθογένειες του παρελθόντος εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης.
Υπάρχει βέβαια και το τεράστιο πρόβλημα της αξιοπιστίας. Η ελληνική αγορά δέχθηκε μέσα σε 4,5 χρόνια πολύ σοβαρά πλήγματα, από τα capital controls μέχρι σκάνδαλα όπως αυτό της Folli Follie. Οι κεφαλαιακοί περιορισμοί δεν υπάρχουν πια αλλά η ρετσινιά των σκανδάλων παραμένει. Το νομοσχέδιο που καταρτίζεται και θα κατατεθεί στη Βουλή τον Ιανουάριο, για την αναβάθμιση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και τη συνολική αναμόρφωση της χρηματιστηριακής αγοράς, μπορεί να αποτελέσει ένα νέο ξεκίνημα και να τονώσει το ενδιαφέρον σοβαρών επενδυτών. Η δημιουργία των κατάλληλων δομών για την δυνατότητα υλοποίησης εναλλακτικών μορφών επενδύσεων θα παίξει σημαντικό ρόλο. Οι προσδοκίες που έχουν καλλιεργηθεί για το συγκεκριμένο νομοσχέδιο είναι μεγάλες και η αγορά θα μπορούσε να αντιδράσει αρνητικά στην περίπτωση που δεν κάνει τη διαφορά που εκτιμάται.
Όλοι ανεξαρτήτως οι αναλυτές συγχαίρουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη για την εφαρμογή της μεταρρυθμιστικής ατζέντας που είχε δεσμευτεί προεκλογικά ότι θα εφαρμόσει και για την πολύ ικανοποιητική αρχή της διακυβέρνησής του. Από κει και πέρα, οι απόψεις διίστανται για το αν θα είναι ίδια η συνέχεια και για το κατά πόσο είναι εφικτό να δούμε πραγματικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Από τις εκθέσεις των HSBC, Morgan Stanley, JP Morgan και Bank of America Merrill Lynch, που είδαν τις προηγούμενες ημέρες το φως της δημοσιότητας προκύπτει ότι η ελληνική οικονομία θα πιάσει «ταβάνι» το 2020 και ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ θα περιοριστεί το 2021. Αν επιβεβαιωθούν τα σενάρια αυτά, τότε η Ελλάδα θα έχει χάσει μία μοναδική ευκαιρία και το ΧΑ πολύ δύσκολα θα… σηκώσει κεφάλι.
Κανένας οίκος δεν επιβεβαιώνει την αισιοδοξία της κυβέρνησης για ανάπτυξη 2,8% το 2020, ενώ ακόμα και ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας τοποθέτησε την ανάπτυξη στο 2,4%-2,5%. Βέβαια, οι προβλέψεις αυτές γίνονται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη πιθανή εκτίναξη των επενδύσεων.
Προκύπτει επίσης ότι οι τράπεζες είναι σήμερα και θα είναι για πολύ καιρό ακόμη το βαρόμετρο του ελληνικού χρηματιστηρίου. Κάθε φορά που οι τράπεζες θα βρίσκουν πατήματα και αφορμές η αγορά θα δέχεται ώθηση και κάθε φορά που θα περιορίζεται η ορατότητα ή θα υπάρχουν ανησυχίες για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων, το ΧΑ θα φρενάρει ή θα διορθώνει. Το ζήτημα των τραπεζών είναι σύνθετο και αλληλένδετο με την ανάπτυξη, συνεπώς είναι λογικό να κυριαρχεί σήμερα η διστακτικότητα.
Χθες, ο δείκτης των τραπεζών ολοκλήρωσε τις συναλλαγές με απώλειες 1,35%, σημειώνοντας για πολλοστή φορά διπλάσια επίδοση (κέρδη ή απώλειες) από τον ΓΔ (-0,78%). Σε επίπεδο έτους, ο ΔΤΡ σημειώνει κέρδη της τάξης του 100%, ενώ ο Γενικός Δείκτης ενισχύεται κατά 44%.