Του Προκόπη Χατζηνικολάου
Παρά τα υπερπλεονάσματα (από το 2015 μέχρι και το 2018) το ελληνικό δημόσιο δεν πληρώνει τα χρέη του στους προμηθευτές του. Η διαφορετικά το πρώτο τρίμηνο πλήρωσε μόλις 57,7 εκατ. ευρώ.
Σε μία «περίεργη» περίοδο για την ελληνική οικονομία όπου οι ενάρξεις επιχειρήσεων έχουν περιορισθεί, η ιδιωτική κατανάλωση μειώνεται ακόμα και σε βασικά αγαθά, η κυβέρνηση έχει επιλέξει να μην πληρώνει διογκώνοντας τα ήδη μεγεθυμένα προβλήματα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (ΓΕΜΗ), το διάστημα Ιανουαρίου - Απριλίου 2019 ιδρύθηκαν 12.512 νέες επιχειρήσεις έναντι 13.405 το αντίστοιχο διάστημα του 2018, κάτι που συνιστά μείωση των νέων ιδρύσεων κατά 6,6%
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν χθες από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους η κυβέρνηση μέχρι τα τέλη Μαρτίου τρέχοντος έτους έχει πληρώσει μόλις 57,7 εκατ. ευρώ σε επιχειρήσεις από τα 2 δισ. ευρώ που χρωστάει. Και όλα αυτά όταν τα ταμειακά διαθέσιμα ή διαφορετικά ο «κουμπαράς» του δημοσίου έχει μέσα περισσότερα από 50 δισ. ευρώ, τα οποία όμως δεν χρησιμοποιούνται για την αποπληρωμή των υποχρεώσεων. Είναι άγνωστο γιατί η κυβέρνηση έχει επιλέξει αυτή την άτυπη στάση πληρωμών τη στιγμή που οι επιχειρήσεις έχουν τόσο μεγάλη ανάγκη τα χρήματα που τους οφείλονται, όχι μόνο για να επενδύσουν, να κάνουν νέες παραγγελίες αλλά και για να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους απέναντι στο κράτος.
Όπως προκύπτει από πρόσφατα στοιχεία της Κομισιόν η χώρα μας συμπεριλαμβάνεται στους κακοπληρωτές της Ευρώπης. Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο μέσος χρόνος αποπληρωμής των οφειλών του Δημοσίου προς τους ιδιώτες ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 115 ημέρες έναντι 49 το 2015. Φυσικά υπάρχουν και περιπτώσεις όπου οι αποπληρωμές μπορούν να γίνουν μετά από 500 ημέρες, δηλαδή μετά από ενάμιση χρόνο. Μάλιστα τα δικαιώματα πληρωμής παραβιάζονται, καθώς για την καταβολή της πληρωμής ο επιχειρηματίας υποχρεώνεται να αποδεχτεί εκ των προτέρων όρους, παραδείγματος χάριν, ότι παραιτείται της καταβολής τόκων υπερημερίας και άλλης αποζημίωσης για τις δαπάνες είσπραξης των οφειλών. Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), οι οποίες δεν έχουν την ίδια οικονομική ισχύ με τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, είναι περισσότερο ευάλωτες στις επιπτώσεις των καθυστερήσεων πληρωμών, ιδίως σε καιρούς οικονομικής ύφεσης.
Παρά το γεγονός ότι στο πρώτο τετράμηνο του έτους συστάθηκαν λιγότερες επιχειρήσεις η κυβέρνηση φαίνεται να μην ασχολείται να μην δείχνει κανένα ενδιαφέρον για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί και δεν αποκλείεται να επιδεινωθεί συνεπεία της αύξηση του κατώτατου μισθού. Και δυστυχώς επενδύσεις δεν βλέπουμε ούτε με το κιάλι. Η αστάθεια του φορολογικού συστήματος, η παροχολογία φοβίζει τους επενδυτές και τις αγορές. Στις περισσότερε εκθέσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας τονίζεται ότι η αστάθεια του φορολογικού συστήματος είναι ίσως το σημαντικότερο αντικίνητρο για να επενδύσει κάποιος στην Ελλάδα. Είναι ίσως ο καθοριστικός λόγος που οι επενδυτές αποχωρούν, μεγάλες εταιρείες μεταφέρουν την έδρα τους στο εξωτερικό ενώ άλλες οδηγούνται στη διακοπή εργασιών. Ταυτόχρονα, η πολυνομία, λοιπόν, που οδηγεί στη διόγκωση της γραφειοκρατίας και η πανσπερμία διαφορετικών διατάξεων ακόμα και για το ίδιο θέμα, δημιουργούν ένα απίστευτο χάος που αναγκάζει το σύνολο των φορολογούμενων φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων να χρειάζονται ειδικούς φοροτεχνικούς και νομικούς για να διαχωρίσουν την ήρα από το στάρι.
Και δυστυχώς η αστάθεια αυτή κοστίζει. Όχι μόνο στις επιχειρήσεις αλλά και στο Δημόσιο καθώς, με μαθηματική ακρίβεια η κατάσταση αυτή οδηγεί στη διόγκωση της φοροδιαφυγής και στον περιορισμό της φορολογική συμμόρφωσης με αποτέλεσμα να μειώνονται και τα έσοδα του προϋπολογισμού.