Διχάζει τις ΗΠΑ η μεγαλύτερη φορολογική μεταρρύθμιση από την εποχή του Reagan

Διχάζει τις ΗΠΑ η μεγαλύτερη φορολογική μεταρρύθμιση από την εποχή του Reagan

Τη μεγαλύτερη φορολογική μεταρρύθμιση στις Ηνωμένες Πολιτείες εδώ και αρκετές δεκαετίες -ουσιαστικά από την εποχή του Ronald Reagan, πριν από σχεδόν 30 χρόνια- παρουσίασε χθες ο Donald Trump, προκαλώντας ωστόσο ανάμικτες αντιδράσεις.

Η μεταρρύθμιση αυτή, άλλωστε, ισοδυναμεί με επιταχυντή της ανάπτυξης για τους υποστηρικτές της, συνιστά όμως μια επικίνδυνη «απάτη» για το απέναντι στρατόπεδο, που υποστηρίζει ότι έτσι οι ΗΠΑ οδηγούνται σε μια ελεύθερη πτώση μέσα στο «πηγάδι» του χρέους και, ενδεχομένως, στη χρεοκοπία.

Σε κάθε περίπτωση, το 9 σελίδων σχέδιο για τη φορολογική μεταρρύθμιση του Trump σφραγίζεται από τα εξής τρία στοιχεία:

  • Πρώτον, μια μεγάλη μείωση του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις, από το 35% στο 20%, κάτι που σύμφωνα με τον Trump είναι ένα σχέδιο «υπέρ της ανάπτυξης, υπέρ της απασχόλησης, υπέρ των οικογενειών, υπέρ των Αμερικανών». Η μείωση αυτή, αν και δεν συνάδει ακριβώς με τις προεκλογικές εξαγγελίες που ήθελαν συντελεστή στο 15%, συνάδει με τις γενικότερες θέσεις των Ρεπουμπλικάνων και έχει στόχο, ανάμεσα στα άλλα, τον επαναπατρισμό σημαντικών κεφαλαίων από τους φορολογικούς παραδείσους.
  • Δεύτερον, τη μείωση του φορολογικού συντελεστή για τα μεγαλύτερα εισοδήματα, από το 39,6% που είναι σήμερα (για όλα τα εισοδήματα άνω των 418.000 δολαρίων ετησίως) στο 35%. Συνολικά, οι κλίμακες φορολογίας θα μειωθούν από επτά που είναι σήμερα σε τρεις -35%, 25% και 12%- χωρίς όμως να έχει διευκρινιστεί ακόμη ποια ακριβώς εισοδήματα θα εντάσσονται σε ποια κατηγορία. 
  • Τρίτον, τον διπλασιασμό του αφορολόγητου ορίου για τα χαμηλά εισοδήματα, που σημαίνει πρακτικά ότι ένας Αμερικανός με εισόδημα ως 12.000 δολάρια ετησίως ή ένα ζευγάρι με 24.000 δολάρια δεν θα πληρώνουν ούτε ένα δολάριο σε φόρους. Παράλληλα, αναμένεται να διατηρηθούν και άλλες απαλλαγές, ενισχυόμενες με κίνητρα που θα συμβάλλουν στην περαιτέρω τόνωση της κατανάλωσης.

Ποιος, όμως, θα χρηματοδοτήσει τις τεράστιες απώλειες που προβλέπονται στα φορολογικά έσοδα τα επόμενα χρόνια, έτσι ώστε να μην εκτιναχθεί ακόμη υψηλότερα το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ που σήμερα ανέρχεται σε περίπου 20 τρισ. δολάρια; Ο Λευκός Οίκος υποστηρίζει ότι αυτό θα γίνει με την τόνωση της ανάπτυξης, που θα υπερκαλύψει τις όποιες απώλειες. Θεωρούν δε ότι το 1,5 τρις της αύξησης του χρέους στην επόμενη δεκαετία στο οποίο φέρονται να έχουν συμφωνήσει ήδη οι Ρεπουμπλικάνοι υπερκαλύπτει τα όποια κενά δημιουργηθούν.

Αρκετοί είναι, όμως, εκείνοι που έχουν μεγάλες επιφυλάξεις, ακόμη και εντός του πλειοψηφούντος κόμματος. «Αυτό που μπορώ να σας πω είναι ότι δεν θα ψηφίσω κανένα νόμο που αυξάνει το έλλειμμά μας. Τελεία και παύλα», είπε χαρακτηριστικά ο ρεπουμπλικάνος Bob Corker, που θεωρείται «δημοσιονομικό γεράκι» στην Ουάσινγκτον.

Έτσι, η διαδικασία συζήτησης του νέου φορολογικού νομοσχεδίου, που ουσιαστικά θα συμπέσει με τη συζήτηση για τον προϋπολογισμό του επόμενου έτους, θα είναι μια μεγάλη δοκιμασία για όλους -του Trump συμπεριλαμβανομένου, ο οποίος κινδυνεύει με μια ακόμη οδυνηρή ήττα, μετά το Obamacare.

Πώς αντιδρά η αγορά

Για τον Brad Close, αντιπρόεδρο της εθνικής ομοσπονδίας ανεξάρτητων επιχειρήσεων (NFIB), αυτή η μεταρρύθμιση είναι «κρίσιμη προκειμένου να βοηθηθούν οι μικρές επιχειρήσεις να επενδύσουν και να δημιουργήσουν θέσεις απασχόλησης».

Οι μικρές επιχειρήσεις όλων των κλάδων (υγεία, υπηρεσίες, βιομηχανία, βιοτεχνία, κ.ά.) οι οποίες απασχολούν κατά μέσον όρο πέντε ανθρώπους «συνεισφέρουν σχεδόν το μισό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν και δημιουργούν τις δύο θέσεις εργασίας στις τρεις», συνέχισε ο Close, ο οποίος δήλωσε «πολύ ικανοποιημένος για αυτό το σχέδιο» μεταρρύθμισης.

Οι μικρές εταιρείες «ουδέποτε συνήλθαν μετά την παγκόσμια κρίση» του 2008-2009, συμπλήρωσε ο ίδιος και έκρινε πως μια μείωση των φόρων ίσως τους δώσει μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών.

Τόσο από μέρους της NFIB όσο και από μέρους άλλων οργανισμών εργοδοτών, ήταν πάγιο αίτημα η μείωση της φορολογίας για τις επιχειρήσεις και η απλούστευση του φορολογικού κώδικα που χαρακτήριζαν τροχοπέδη για την ανάπτυξη των μικρών επιχειρήσεων κι υποστήριζαν ότι τους στερούσαν έσοδα που θα μπορούσαν να επανεπενδύσουν και να αξιοποιήσουν για να προσλάβουν περισσότερους.

Από την πλευρά της η ομοσπονδία των εμπόρων λιανικής (NRF) εκτίμησε ότι αυτή η μεταρρύθμιση, που ο Trump θέλει να αποτελέσει τη σημαντικότερη έπειτα από εκείνη του Reagan το 1986, θα «τονώσει την οικονομία».

Η μείωση του συντελεστή της φορολογίας για τις επιχειρήσεις στο 20% θα τον φέρει σε επίπεδο κατώτερο του μέσου όρου των βιομηχανικών κρατών (22,5%). Σε πρόσφατη μελέτη της, η NRF είχε υπολογίσει ότι η μείωση της φορολογίας στο 20% από το 35% σήμερα θα «μεταφραζόταν σε μια αύξηση των μισθών και τη δημιουργία 500.000 ως 1,5 εκατ. νέων θέσεων εργασίας». Αυτό θα ενθάρρυνε τις ξένες εταιρείες του κλάδου της λιανικής να επενδύσουν περισσότερο στις ΗΠΑ.

Τι λένε οι εργαζόμενοι

Με τις εκτιμήσεις και τις αναλύσεις αυτές όμως δεν συμφωνούν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων. Το σχέδιο των Ρεπουμπλικάνων για τη φορολογική μεταρρύθμιση «δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια απάτη και οι εργαζόμενοι είναι ανάμεσα σε αυτούς που επιχειρείται να εξαπατηθούν», κατήγγειλε ο Richard Trumka, πρόεδρος της μεγαλύτερης συνομοσπονδίας εργατικών συνδικάτων των ΗΠΑ, της AFL-CIO.

«Πρώτα-πρώτα γίνεται η υπόσχεση για μειώσεις φόρων για τους πλούσιους και για τις μεγάλες εταιρείες και ότι (σ.σ. τα χρήματα που θα εξοικονομήσουν) μπορεί να ξαναγυρίσουν στην οικονομία. Κατόπιν η υπόσχεση ότι αυτές οι μειώσεις φόρων θα αυτοχρηματοδοτηθούν (...). Τίποτα από αυτά δεν είναι αλήθεια», τόνισε ο Trumka και πρεξόφλησε ότι αφού εξοικονομήσουν οι πλούσιοι δισεκατομμύρια δολάρια «θα μας πουν ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να περικόψουμε» τις καλύψεις των προγραμμάτων Medicaid, Medicare και της κοινωνικής ασφάλισης, πρόσθεσε.

Οι οικονομολόγοι

Ο William Cline, οικονομολόγος του Peterson Institute for International Economics, εκτίμησε ότι είναι δύσκολο να εκτιμηθεί πραγματικά ο αντίκτυπος που θα έχει η μεταρρύθμιση. «Θα έχει αναμφίβολα κάποιες θετικές επιπτώσεις», σημείωσε, δηλώνοντας συγκρατημένα αισιόδοξος.

«Δεν είμαι πολύ ενθουσιώδης για τον αντίκτυπό του» καθώς «το βασικό ερώτημα παραμένει εάν αυτό το μέτρο μείωσης των φόρων θα οδηγήσει στη δημιουργία δημόσιου ελλείμματος», πρόσθεσε. «Κατά τη δική μου άποψη, η οικονομική ανάπτυξη δεν θα αρκέσει προκειμένου αυτές οι περικοπές να αυτοχρηματοδοτηθούν», εξήγησε ο ίδιος.

Η κυβέρνηση Trump, που ακόμη ψάχνει μια «επιτυχία» μετά την κατάρρευση της τελευταίας προσπάθειάς της να ακυρώσει το Obamacare, διαβεβαιώνει ότι οι μειώσεις των φόρων δεν θα κοστίσουν απολύτως τίποτε στο κράτος διότι θα αυτοχρηματοδοτηθούν, αυξάνοντας την ανάπτυξη και άρα τα έσοδα του δημοσίου.

Την Τετάρτη όμως η Επιτροπή για έναν Υπεύθυνο Ομοσπονδιακό Προϋπολογισμό προέβλεψε ότι το κόστος που θα έχει η μείωση των φόρων για το δημόσιο θα ανέλθει σε 2,2 τρισεκ. δολάρια μέσα σε μια δεκαετία.

Για τον Cline δεν πρόκειται να υπάρξουν ούτε θεαματικά, ούτε καταστροφικά αποτελέσματα: «ο αντίκτυπος στην οικονομία θα είναι πιθανόν μέτριος», είπε και τόνισε πως τα αποτελέσματα δεν θα μπορέσουν να εκτιμηθούν πριν περάσει τουλάχιστον 1,5 χρόνος από την εφαρμογή της μεταρρύθμισης.

«Να θυμόμαστε ότι η φορολογική πολιτική αφορά τόσο την οικονομική όσο και τη δημοσιονομική πολιτική. Οι δημοσιονομικοί περιορισμοί θα είναι καθοριστικοί», επισήμανε από την πλευρά του ο Mickey Levy της Berenberg Capital Markets.

Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ