Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Η επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης αναμφίβολα αποτελεί το μεγάλο στοίχημα για την ελληνική κυβέρνηση και την οικονομία μετά από σωρευτική ύφεση άνω του 25% και στην ουσία μία χαμένη δεκαετία για τη χώρα. Η νέα κυβέρνηση ξεκίνησε τη θητεία της με υποσχέσεις για μειώσεις φόρων και γενικότερη αλλαγή κατεύθυνσης και στη ΔΕΘ ο πρωθυπουργός ανέλυσε το πλάνο για την προσέλκυση επενδύσεων και την ισχυρή μεγέθυνση του ΑΕΠ.
Μάλιστα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξέφρασε την πεποίθησή του ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να επιτύχει ισχυρή ανάπτυξη στο β' εξάμηνο του 2019 και ακόμη περισσότερο το 2020, παρά το γεγονός ότι αναγνώρισε πως η χώρα μας καλείται να αντιμετωπίσει τις διεθνείς αρνητικές εξελίξεις. Πρέπει να κάνουμε ότι καλύτερο μπορούμε και αυτό που μας αναλογεί, πρόσθεσε ο πρωθυπουργός.
Τα μηνύματα, πάντως, είναι πολύ ενθαρρυντικά μέχρι στιγμής καθώς τα φορολογικά έσοδα μετά τις εκλογές ξεπερνούν τις προσδοκίες, όπως ο ίδιος ο τόνισε, ενώ όλοι οι οικονομικοί δείκτες συνθέτουν μία πολύ πιο αισιόδοξη εικόνα για την ελληνική οικονομία και τις προοπτικές της. Θα δούμε επιτέλους να εξελίσσεται το φαινόμενο του ελατηρίου και να μεγεθύνεται το ΑΕΠ με ρυθμό 3% και 4%; Είναι αρκετή μία τέτοια ανάπτυξη για να ξεφύγει μια και καλή η χώρα από την κρίση; Πόσο κινδυνεύουμε από το εξωτερικό περιβάλλον; Αυτά είναι τα ερωτήματα που απασχολούν σήμερα την ελληνική αγορά.
Ανεξάρτητα από τις διεθνείς εξελίξεις η ελληνική οικονομία πρέπει να εκσυγχρονιστεί και να γίνει πιο φιλική προς την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις, κάτι που έχουν επισημάνει όλοι ανεξαιρέτως οι αναλυτές που παρακολουθούν τη χώρα μας. Έτσι θα μπορέσει να απορροφήσει μέρος των κραδασμών από πιθανές αρνητικές εξελίξεις στα μέτωπα του Brexit, του εμπορικού πολέμου και της καθίζησης της γερμανικής βιομηχανίας.
Θα πρέπει επίσης να βελτιωθεί ακόμη περισσότερο το κλίμα και να μειωθεί η ανεργία. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο ανακοινώθηκαν οι μειώσεις φόρων για επιχειρήσεις, η διατήρηση του αφορολόγητου, η αναστολή του ΦΠΑ σε νέες οικοδομές και άλλα πιο μεσοπρόθεσμα μέτρα όπως η κατάργηση του τέλος επιτηδεύματος και της εισφοράς αλληλεγγύης.
Οι… εξωτερικές απειλές είναι σημαντικές καθώς το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών εξαγωγών πηγαίνουν στην Ευρώπη και ο συνδυασμός εμπορικού πολέμου και Brexit θα μπορούσε να προκαλέσει γενικευμένη ύφεση.
Ο Κ. Μητσοτάκης εμφανίστηκε αισιόδοξος για τις εξελίξεις στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον και εκτίμησε πως δεν θα δούμε διεθνή ύφεση, ενώ αναφέρθηκε και στο θέμα της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής της Γερμανίας για την ενίσχυση της ζήτησης.
Παρά, ωστόσο, την επιβράδυνση της διεθνούς ζήτησης οι εγχώριοι δείκτες οικονομικού και επιχειρηματικού κλίματος δημιουργούν υψηλές προσδοκίες για την ελληνική οικονομία, κάτι που επισήμανε και η Alpha Bank σε μελέτη που δημοσίευσε την περασμένη Παρασκευή. Είχε προηγηθεί έκθεση της Εθνικής Τράπεζας, η οποία έκανε λόγω για σημαντική επιτάχυνση της ανάπτυξης στην Ελλάδα τους επόμενους μήνες.
Σύμφωνα με την τράπεζα, τα διαθέσιμα στοιχεία για τον δείκτη οικονομικού κλίματος, βασικούς τομείς δραστηριότητας, καθώς και την καταναλωτική εμπιστοσύνη το δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου, σε συνδυασμό με τη σταδιακή επίδραση των μέτρων ήπιας δημοσιονομικής χαλάρωσης, συνηγορούν σε αύξηση του ΑΕΠ άνω του 2,5% ετησίως, ή ακόμη υψηλότερα, το β' εξάμηνο.
Παράγοντες της αγοράς πιστεύουν ότι η ανάπτυξη μπορεί να εκπλήξει τους πάντες το 2020, κυρίως στην περίπτωση που δεν υπάρξει κάποια πολύ αρνητική εξέλιξη στο εξωτερικό. Διότι αν στο β' εξάμηνο επιτευχθεί ρυθμός της τάξης του 2,5% τότε το momentum θα είναι τέτοιο που το 3% θα είναι απολύτως εφικτός στόχος για το 2020. Δεν αποκλείουν επίσης να επιβεβαιωθεί ο πρωθυπουργός που εξέφρασε την πεποίθηση ότι η Ελλάδα θα αποτελέσει την έκπληξη της Ευρώπης την επόμενη τριετία.
Όλα αυτά βέβαια δείχνουν και κάτι άλλο. Ότι η Ελλάδα έχασε μία μοναδική, ίσως, ευκαιρία την τελευταία τετραετία να επιτύχει την πλήρη σύγκλιση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης. Και επειδή μερικές φορές οι αριθμοί εκτός από την αλήθεια λένε και τα όσα κρύβονται πίσω από τις μετρήσεις, αν η Ελλάδα είχε ακολουθήσει τις υπόλοιπες χώρες στο δρόμο των αρνητικών επιτοκίων, τώρα δεν θα υπήρχε καν θέμα πρωτογενών πλεονασμάτων στο 3,5%, οι φόροι θα ήταν πολύ χαμηλότεροι για επιχειρήσεις και νοικοκυριά, δεν θα υπήρχε τέλος επιτηδεύματος και εισφορά αλληλεγγύης και η πραγματική οικονομία θα έμοιαζε πολύ με την περίοδο πριν την κρίση, έχοντας ενδεχομένως αντιμετωπίσει αρκετές από τις παθογένειές της.