Του Γρηγόρη Σαμπάνη*
Οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται πάλι μπροστά σε μια δύσκολη ανηφόρα και εντείνεται η αμφισβήτηση για τη δυνατότητά τους να πετύχουν την απαιτούμενη από τις εποπτικές αρχές θεαματική μείωση των προβληματικών ανοιγμάτων, χωρίς να χρειασθούν νέες και μεγάλες κεφαλαιακές ενισχύσεις.
Οκτώ χρόνια από το πρώτο μνημόνιο για τη διάσωση της χώρας από τη χρεοκοπία, με τη χώρα να έχει εξέλθει, τυπικά, από τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, οι συνθήκες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραπέμπουν σε μια διαρκή τραπεζική κρίση, καθώς η σταθερότητα των τραπεζών εξακολουθεί να τελεί υπό αμφισβήτηση, χωρίς να καταφέρουν να αποκαταστήσουν τις ροές χρηματοδότησης στην πραγματική οικονομία, που είναι απολύτως αναγκαίες για την επιστροφή σε ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Δύσκολα μπορεί κανείς να αποφύγει, σε αυτό το πλαίσιο, το επίμονο ερώτημα: «ποιος φέρει την ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση των τραπεζών»;
Το τελευταίο διάστημα, από πρώην κορυφαίο στέλεχος του τραπεζικού συστήματος, τον Μιχάλη Σάλα, προβάλλεται μια ενδιαφέρουσα θεωρία: «Για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα το τραπεζικό σύστημα δεν ευθύνονται μόνον η μεγάλη ύφεση, οι τράπεζες και οι κυβερνήσεις αλλά και οι εποπτικές αρχές των πιστωτικών ιδρυμάτων. Οι αρχές ήταν εκείνες που κλήθηκαν να δώσουν τις λύσεις, σχεδίασαν τα πλάνα διάσωσης ενώ είχαν και μεγάλο μέρος της ευθύνης της εφαρμογής τους, αφού ουσιαστικά πήραν επάνω τους την εταιρική διακυβέρνηση και τη διοίκηση των τραπεζών».
Ο κ. Σάλλας χρεώνει ευθύνες στην Τράπεζα της Ελλάδος για εσφαλμένους εποπτικούς χειρισμούς. «Κατ' επανάληψη», αναφέρει, «από διοικήσεις ελληνικών τραπεζών, ήδη από το καλοκαίρι του 2014, διατυπώνονταν προτάσεις για την αντιμετώπιση των NPEs, οι οποίες λάμβαναν υπόψη τόσο το moral hazard όσο και την ελληνική πραγματικότητα, με στόχο να περιορίσουν τις ζημιές αλλά και να δώσουν προοπτική. Προσέκρουαν όμως συνεχώς στις αντιδράσεις του SSM και ιδιαίτερα της Διοίκησης της Τράπεζας της Ελλάδος. Αναπτύχθηκε μία λανθασμένη και τιμωρητική αντίληψη, που όπως φάνηκε εκ των υστέρων, δεν την είχαν μόνον οι ξένοι αλλά και η ίδια η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία όχι απλώς την ανέχθηκε αλλά και την υποστήριξε. Αν από τότε είχαν γίνει οι σωστοί χειρισμοί αλλά και αργότερα, αν η ΤτΕ είχε στηρίξει λύσεις αποτελεσματικές, το τοπίο σίγουρα θα ήταν σήμερα διαφορετικό».
Αναμφίβολα, όταν ένα τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε κρίση, ο επόπτης του -εν προκειμένω, η Τράπεζα της Ελλάδος και ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός της ΕΚΤ- έχουν αντικειμενικές ευθύνες για τα προβλήματά του. Πιθανόν, με καλύτερους εποπτικούς χειρισμούς, το πρόβλημα με τα «κόκκινα» ανοίγματα των τραπεζών να είχε αντιμετωπισθεί αποτελεσματικότερα. Ίσως, επίσης, να ήταν υπερβολική η διάθεση τιμωρίας των παλαιών διοικήσεων των τραπεζών από τις εποπτικές αρχές.
Από την άλλη, βέβαια, ουδείς έχει αμφιβολία ότι οι παλαιές διοίκησης των τραπεζών φέρουν βαρύτατες ευθύνες για τη σημερινή τους κατάσταση. Στα χρόνια μετά την ένταξη στο ευρώ, η πιστωτική επέκταση ήταν ξέφρενη, οι διοικήσεις προσηλώθηκαν στην αύξηση της κερδοφορίας, παρακάμπτοντας τις αρχές του υπεύθυνου δανεισμού, τα κριτήρια χορήγησης δανείων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά χαλάρωσαν πέρα από κάθε αποδεκτό όριο και φθάσαμε στο θλιβερό παγκόσμιο ρεκόρ των ελληνικών τραπεζών σε προβληματικά δάνεια ως ποσοστό των συνολικών χορηγήσεων. Επιπλέον, έγιναν από τις διοικήσεις τεράστιες τοποθετήσεις σε κρατικά ομόλογα, που εξαφάνισαν τα κεφάλαια των τραπεζών το 2012.
Σε κάθε περίπτωση, δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική η αντίληψη ότι τις βασικές ευθύνες για τα προβλήματα των τραπεζών από τα μέσα του 2014 και μετά, όταν ανέλαβε καθήκοντα διοικητή ο Γιάννης Στουρνάρας, φέρει η Τράπεζα της Ελλάδος. Γιατί είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού, χωρίς να χρειάζεται να εντρυφήσει κανείς σε βάθος στα θέματα του τραπεζικού τομέα, ότι οι δύο κυβερνήσεις του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ (Ιανουάριος 2015, Σεπτέμβριος 2015) έχουν την κύρια ευθύνη για την αδυναμία ανάκαμψης των ελληνικών τραπεζών.
Το «αγάπη μου, έκλεισα τις τράπεζες» του Γιάνη Βαρουφάκη, το καλοκαίρι του 2015, ήταν το αποκορύφωμα μιας παράλογης σύγκρουσης με τους Ευρωπαίους εταίρους και δανειστές, που έφερε τις τράπεζες στα πρόθυρα της απόλυτης καταστροφής. Καθ' όλη τη διάρκεια της «υπερήφανης διαπραγμάτευσης», το τραπεζικό σύστημα δοκιμάσθηκε από μαζικές εκροές καταθέσεων, που έφθασαν στο 40% του συνόλου, και κρατήθηκε στη ζωή με συνεχείς ενέσεις ρευστότητας από τον έκτακτο μηχανισμό του Ευρωσυστήματος (ELA), για να κατεβάσει, τελικά, τα ρολά, όταν η έλλειψη συμφωνίας με τους δανειστές προκάλεσε το «κλείσιμο της κάνουλας» από τη διοίκηση της ΕΚΤ.
Η επιβολή των capital controls, των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, έφερε τις ελληνικές τράπεζες ακριβώς στο σημείο όπου διαδοχικές κυβερνήσεις, από το 2010 και μετά, είχαν προσπαθήσει με κάθε τρόπο να αποφύγουν: για τους οίκους αξιολόγησης και τους επενδυτές, οι τράπεζες βρέθηκαν σε κατάσταση περιορισμένης χρεοκοπίας (restricted default) μόνο εκ του γεγονός ότι δεν μπορούσαν να αποδώσουν στους καταθέτες ελεύθερα τα κεφάλαιά τους.
Με τις τράπεζες σε αυτή την κατάσταση και με τη δαμόκλειο σπάθη του κουρέματος καταθέσεων, έγινε, στα τέλη του 2015, η τελευταία ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, που εξαΰλωσε την χρηματιστηριακή αξία των παλαιών μετοχών, με εκδόσεις νέων μετοχών έναντι ελάχιστων σεντς του ευρώ. Μετά την ανακεφαλαιοποίηση αυτή χάθηκαν οριστικά τα περισσότερα κεφάλαια που δανείσθηκε το Δημόσιο τα προηγούμενα χρόνια, για να τα εισφέρει στις τράπεζες ως κεφαλαιακή ενίσχυση, ένα θηριώδες ποσό που υπερβαίνει τα 40 δισ. ευρώ, το οποίο θα πληρώσει ο Έλληνας φορολογούμενος από το υστέρημά του.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, κατά την εφαρμογή του τρίτου μνημονίου, η κυβέρνηση Τσίπρα συνεχώς καθυστερούσε την εφαρμογή μέτρων που θα μπορούσαν να επιταχύνουν την εξυγίανση των τραπεζικών χαρτοφυλακίων, γιατί έκανε δικούς της μικροπολιτικούς υπολογισμούς και παρέμενε παγιδευμένη σε ιδεολογικές αυταπάτες. Μόλις το 2018 άρχισε κάτι να κινείται με τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς και να δημιουργείται η αγορά προβληματικών δανείων, χωρίς ακόμη να έχουν ωριμάσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρούνται εργαλεία απολύτως αποτελεσματικά για τον περιορισμό των προβληματικών ανοιγμάτων.
Επιπλέον, η κυβέρνηση άφησε να χαθούν τα περισσότερα από τα 25 δισ. ευρώ από το δάνειο των 86 δισ. ευρώ, που προορίζονταν για τις τράπεζες, παρότι το ΔΝΤ επίμονα συνέστηνε να κρατηθούν τουλάχιστον 10 δισ. ευρώ για το σκοπό αυτό. Και, όπως όλοι γνωρίζουμε, απέρριψε τις εισηγήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος για προληπτική πιστωτική γραμμή μετά τη λήξη του μνημονίου, η οποία θα λειτουργούσε και ως μηχανισμός θωράκισης των τραπεζών.
Φθάνουμε, έτσι, στα σημερινά προβλήματα: οι εποπτικές αρχές ζητούν από τις τράπεζες μια άνευ προηγουμένου μείωση προβληματικών δανείων, κατά περισσότερα από 50 δισ. ευρώ σε μια τριετία, οι εγγραφές νέων μεγάλων ζημιών από αυτή τη διαδικασία φαίνονται αναπόφευκτες και δεν υπάρχει ένας μηχανισμός που θα εγγυάται ότι θα καλυφθούν, αν δεν υπάρξει επαρκής προσφορά κεφαλαίων από ιδιωτικές πηγές. Η κυβέρνηση πειραματίζεται, με μεγάλη καθυστέρηση, με ευφάνταστα σχήματα παροχής εγγυήσεων στις τράπεζες, χωρίς να είναι βέβαιο ότι μπορούν να εφαρμοσθούν και η αμφισβήτηση της υγείας των τραπεζών μας εντείνεται.
Η αλήθεια, λοιπόν, είναι ότι ο βασικός υπεύθυνος για όσα έχουν συμβεί στο τραπεζικό μας σύστημα από το 2015 είναι οι διαδοχικές κυβερνήσεις του Αλέξη Τσίπρα. Στην πρώτη κυβερνητική θητεία της αριστεράς αφήνει στις τράπεζες «πληγές» που θα αργήσουν να κλείσουν. Κάθε σύγκριση ανάμεσα σε αυτές τις ευθύνες και στις ευθύνες που θα μπορούσαν να καταλογισθούν στην Τράπεζα της Ελλάδος είναι τουλάχιστον άστοχη.
*Ο Γρηγόρης Σαμπάνης είναι οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών