ΔιαΝΕΟσις: Τι ακριβώς συμβαίνει με το κόστος ενέργειας

ΔιαΝΕΟσις: Τι ακριβώς συμβαίνει με το κόστος ενέργειας

Ποιο είναι το κόστος της ενέργειας; Πώς θα βγει ο ερχόμενος χειμώνας; Θα είναι σε θέση τα νοικοκυριά να θερμάνουν επαρκώς τα σπίτια τους και οι επιχειρήσεις να μην θέσουν σε κίνδυνο την παραγωγή τους; Ερωτήσεις που κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο εκφράζοντας την έντονη ανησυχία τόσο της ελληνικής κοινωνίας όσο και της επιχειρηματικής κοινότητας, καθώς με την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την προσωρινή κρίση της πανδημίας Covid-19, προσκρούουμε αναπάντεχα σε μια νέα κρίση η οποία έχει τη δυνατότητα να επιβραδύνει σημαντικά (αν όχι να αναστρέψει) τη διαδικασία ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.

Η κρίση αυτή, σύμφωνα με έρευνα του διαΝΕΟσις, αφορά στην εκτόξευση σε δυσθεώρητα ύψη των τιμών της ενέργειας, ενός αγαθού που, όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω, αποτελεί το σημαντικότερο αγαθό για κάθε οικονομία. Είναι τόσο μεγάλη η ένταση στις αυξήσεις των τιμών όλων των ενεργειακών αγαθών, όπως και στις ακόλουθες ανατιμήσεις στα υπόλοιπα –μη ενεργειακά– αγαθά, που δεν είναι καθόλου αδόκιμο να αναφερόμαστε σε μια τρίτη πετρελαϊκή κρίση.

Όμως πώς ξεκίνησε η ενεργειακή κρίση και για ποιο λόγο συμβαίνει; Τι επιπτώσεις έχει ή θα έχει στην οικονομία και την κοινωνία; Πώς θα πρέπει να αντιμετωπιστεί; Θα υπάρχει ενεργειακή επάρκεια τον ερχόμενο χειμώνα και πόσο εξασφαλισμένη είναι αυτή; Σε αυτά και άλλα ερωτήματα επιχειρούμε να απαντήσουμε στο παρόν άρθρο, δημιουργώντας μια συνεκτική εικόνα της παρούσας κατάστασης.


Αρχικά, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να επισημανθεί η σημασία που έχει αυτό που ονομάζουμε "ενέργεια". Η ενέργεια δεν είναι ένα συνηθισμένο καταναλωτικό αγαθό, που αν για κάποιο λόγο βρισκόταν σε έλλειψη θα προέκυπτε απλά αύξηση της τιμής του και ακολούθως μείωση της κατανάλωσής του. Αντίθετα, η ενέργεια είναι ένα πρακτικά αναντικατάστατο ενδιάμεσο αγαθό που χρησιμοποιείται στην παραγωγή όλων των υπόλοιπων αγαθών. Ακόμα και για τα νοικοκυριά, που θεωρητικά είναι οι τελικοί καταναλωτές του, στην πραγματικότητα η ενέργεια αποτελεί ενδιάμεσο αγαθό, καθώς χρησιμοποιείται για την ιδιο-παραγωγή φωτός, μαγειρεμένου φαγητού, θέρμανσης ή ψύξης, μετακινήσεων, καθαριότητας και άλλων αγαθών και υπηρεσιών που στη συνέχεια καταναλώνουν.

Επίσης, βραχυπρόθεσμα είναι ένα σχεδόν πλήρως αναντικατάστατο αγαθό, και για τις επιχειρήσεις και για τα νοικοκυριά, αφού δεν υπάρχει καμία σημαντική δυνατότητα υποκατάστασης της ενέργειας συνολικά από κάποιο άλλο αγαθό· ενώ μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα ένας περιορισμένος βαθμός υποκατάστασης είναι δυνατός με επενδύσεις σε εξοπλισμό που εξοικονομεί ενέργεια. Συνολικά, δεν νοείται καμία παραγωγική δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένης της ιδιο-παραγωγής των νοικοκυριών, χωρίς τη χρήση ενέργειας και επομένως είναι δικαιολογημένος ο χαρακτηρισμός της ενέργειας ως η "τροφή της οικονομίας".

Έχοντας εμπεδώσει την τεράστια σημασία που έχει η ενέργεια σε κάθε οικονομία, αποκτά ιδιαίτερη σημασία η περιγραφή του τι ακριβώς έχει συμβεί στις αγορές της ενέργειας. Η ενεργειακή αυτή κρίση δεν πρωτοτυπεί σε σχέση με τις προηγούμενες ενεργειακές κρίσεις, καθώς αφορά κατ’ αρχάς τα δύο συνήθη κύρια ενεργειακά αγαθά: το Αργό Πετρέλαιο (ΑΠ) και το Φυσικό Αέριο (ΦΑ), με μια αναλογία όμως που είναι μετατοπισμένη προς το ΦΑ, ως αποτέλεσμα της μεταβολής της σχετικής σημασίας των δύο αγαθών υπέρ του ΦΑ τα τελευταία έτη, για οικονομικούς και περιβαλλοντικούς λόγους.

Καθώς τα αγαθά αυτά αποτελούν τις δύο από τις τρεις κύριες πηγές ενέργειας –η άλλη είναι ο άνθρακας–, με από κοινού μερίδιο στην παγκόσμια χρήση ενέργειας που ξεπερνά το 54%, oι μεταβολές στις τιμές τους επηρεάζουν είτε τις τιμές των υπόλοιπων ενεργειακών αγαθών είτε το κόστος χρήσης τους. Ξεκινώντας με το ΑΠ, αν εστιάσουμε στις επιπτώσεις της τιμής του σε ευρωπαϊκούς όρους και συνυπολογίσουμε τις μεταβολές της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ-δολαρίου, θα παρατηρήσουμε ότι η διαρκής ανοδική τάση της τιμής του από το τέλος της πανδημίας έως και τον Ιούνιο του 2022 (μέσος μηνιαίος ρυθμός +4,8%) οδήγησε προσωρινά σε τιμές άνω των 110€/βαρέλι.

Η τελευταία διαθέσιμη μηνιαία τιμή, του Σεπτεμβρίου, ήταν άνω των 91,5€/βαρέλι, σχεδόν 78% υψηλότερα από τα προ πανδημίας επίπεδα (μ.ό. πενταετίας: 51,14€/βαρέλι). Πολύ δυσμενέστερη είναι η κατάσταση με το ΦΑ. Η τιμή του, στις ευρωπαϊκές αγορές, μετά από δύο επιμέρους περιόδους βίαιης αυξητικής τάσης: Μάρτιος-Δεκέμβριος 2021 (μέσος μηνιαίος ρυθμός άνω του +22,9%) και Φεβρουάριος-Αύγουστος 2022 (μέσος μηνιαίος ρυθμός σχεδόν +19,5%), έχει φτάσει σε πραγματικά δυσθεώρητα επίπεδα που κυμαίνονται σταθερά πλέον άνω του δεκαπλάσιου του μέσου επιπέδου προ της πανδημίας (μ.ό. πενταετίας: 17,25€/MWh). Συγκεκριμένα, η μέση τιμή του Σεπτεμβρίου ήταν 191,35€/MWh, ήτοι 11,1 φορές πολλαπλάσιο της τιμής προ της πανδημίας. Καθώς τα ελληνικά νοικοκυριά και επιχειρήσεις καταναλώνουν απευθείας σχετικά μικρό μέρος του συνολικού ΦΑ που χρησιμοποιείται στην Ελλάδα, καθώς το μεγαλύτερο μέρος μετατρέπεται ενδιάμεσα σε Ηλεκτρική Ενέργεια (ΗΕ), έχει αξία να δούμε τι έχει συμβεί και σε αυτήν.

Η χονδρική αγορά της ΗΕ στην Ελλάδα ακολούθησε σαφώς τις τάσεις στην αγορά του ΦΑ, με ηπιότερες όμως μεταβολές, εξαιτίας της συμμετοχής και άλλων πηγών ενέργειας στο μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής. Είχαμε, δηλαδή, τις ίδιες δύο περιόδους δριμύτατων αυξήσεων στην τιμή της ΗΕ, οι οποίες είχαν σαν τελικό αποτέλεσμα τον υπερ-επταπλασιασμό της τιμής της σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα (μ.ό. πενταετίας: 55,6€/MWh). Η τελευταία διαθέσιμη μέση μηνιαία τιμή, αυτή του Σεπτεμβρίου, ήταν στα 448,1€/MWh, ήτοι 7,1 φορές πολλαπλάσιο της μέσης τιμής προ πανδημίας.

Ασφαλώς, το ελληνικό κράτος αποφάσισε να απορροφήσει ένα μέρος αυτών των αυξήσεων, δειλά-δειλά από τον Σεπτέμβριο του 2021 και πιο αποφασιστικά στη συνέχεια, επιδοτώντας κυρίως την ΗΕ και δευτερευόντως το ΦΑ και τα πετρελαιοειδή. Τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα όμως, παραμένουν αποδέκτες του υπόλοιπου μέρους των αυξήσεων, το οποίο σε κάποιες περιπτώσεις είναι αρκετά μεγάλο, όπως παραμένουν αντιμέτωποι με τις αυξήσεις του κόστους σε όλα τα υπόλοιπα –μη ενεργειακά– αγαθά και υπηρεσίες κατά το τμήμα των αυξήσεων αυτών που οφείλεται στην ίδια την ενεργειακή κρίση.

Τι συνεπάγεται, λοιπόν, η ενεργειακή κρίση για την ελληνική παραγωγική οικονομία και τα νοικοκυριά και πώς θα πρέπει αυτή να αντιμετωπιστεί στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα; Πριν από ενάμιση χρόνο, σε έναν τελείως διαφορετικό ενεργειακά κόσμο, η διαΝΕΟσις δημοσίευσε μια μελέτη για τον τομέα της ενέργειας στην Ελλάδα. Στη μελέτη αυτή περιλαμβάνεται μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα θεωρητική άσκηση: τι επιπτώσεις θα είχε στο ΑΕΠ και την απασχόληση της Ελλάδας μια υποθετική μείωση του κόστους της ΗΕ και του ΦΑ κατά 10%;

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η συνολική επίπτωση στο ΑΕΠ θα ήταν αύξηση κατά €941 εκατ. και η συνολική επίπτωση στην απασχόληση θα ήταν 21,5 χιλ. επιπλέον θέσεις εργασίας. Δυστυχώς, η μεταβολή που είχαν στην πραγματικότητα οι τιμές του ΦΑ και του ηλεκτρισμού, όχι μόνο απείχε εντελώς από την παραπάνω θεωρητική υπόθεση εργασίας, αλλά ήταν αντίθετη ως προς τη φορά και κατά πολλές φορές εντονότερη ως προς το μέγεθος.

Δίχως να μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα ευρήματα αυτά για την κατ’ αναλογία εξαγωγή ποσοτικών εκτιμήσεων για τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης που ζούμε, μπορούμε μόνο να αντιληφθούμε πώς η νόσος του υψηλού ενεργειακού κόστους μεταδίδεται σταδιακά και πολλαπλασιαζόμενη σε όλους τους παραγωγικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας και οδηγεί τελικά σε γενική αύξηση του κόστους και των τιμών (πληθωρισμός κόστους), με ταυτόχρονη μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας και άρα μείωση της ζήτησής της, του μισθού ισορροπίας και της απασχόλησης, που αναμφίβολα θα επιφέρουν από κοινού μείωση της συνολικής προσφοράς και συνολικής ζήτησης και του ΑΕΠ (ceteris paribus).

Σε αυτό θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και την ήδη δυσχερή θέση των ελληνικών νοικοκυριών, όσον αφορά στην κάλυψη των ενεργειακών τους απαιτήσεων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, περισσότερα από 1/6 νοικοκυριά αδυνατούσαν να διατηρήσουν την οικία τους σε επαρκή θέρμανση το 2021 και περισσότερα από 1/4 νοικοκυριά έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές σε λογαριασμούς κοινής ωφέλειας κατά το ίδιο έτος. Τα ποσοστά αυτά, που είναι σημαντικά χειρότερα από το τι συμβαίνει στον μ.ό. της ΕΕ, παρουσιάζουν μεν μια στασιμότητα σε σύγκριση με το 2020, αλλά αναμένεται να επιδεινωθούν σημαντικά το 2022.

Από τα παραπάνω στοιχεία συνάγεται εμμέσως και η απαιτούμενη αντιμετώπιση που θα πρέπει να έχει η ενεργειακή κρίση. Ασφαλώς, η κοινωνική συνοχή απαιτεί τα νοικοκυριά να λάβουν μια προστασία από τις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας, με προτεραιότητα στα πιο ευάλωτα νοικοκυριά και στο τμήμα των αναγκών όλων των νοικοκυριών που είναι πιο ανελαστικές. Σε αυτές περιλαμβάνονται ανάγκες που σχετίζονται με τη διαβίωση, όπως είναι η θέρμανση, αλλά και με τον βιοπορισμό, όπως είναι η στοιχειώδης μετακίνηση από και προς την εργασία (ιδιαίτερα σε περιοχές της επαρχίας, όπου οι αποστάσεις είναι μεγαλύτερες και η κάλυψη από τα ΜΜΜ είναι πολύ περιορισμένη).

Προς αυτή την κατεύθυνση έχουν ληφθεί σημαντικά –σε όρους κόστους– μέτρα από την ελληνική κυβέρνηση, τα οποία όμως δεν είναι επαρκώς εστιασμένα, κάποια μάλιστα δεν έχουν ξεκάθαρο πλαίσιο και στόχευση και είναι μάλλον αποσπασματικά με πολλές ασυνέχειες. Ενδεικτικά, ως ένα παράδειγμα εστίασης που θα μπορούσε να έχει μάλιστα σημαντικότατες παράπλευρες ωφέλειες, θα ήταν αντί για το σχεδόν οριζόντιο "fuel pass" να υιοθετηθεί μια πρακτική επιδότησης της χρήσης ΜΜΜ, στα πρότυπα ανάλογων μέτρων σε Ισπανία, Πορτογαλία και Γερμανία.

Σύμφωνα με αυτήν, οι δικαιούχοι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων αντί για το "fuel pass", ολόκληρο ή μέρος του, θα λάμβαναν μια σημαντική έκπτωση σε μηνιαίες κάρτες για όλα τα ΜΜΜ, ενώ παράλληλα οι κάτοικοι της επαρχίας θα ενισχύονταν με σχετικά μεγαλύτερο βοήθημα. Αυτό θα επιτύγχανε ταυτόχρονα τη μείωση του κόστους της μετακίνησης, την κινητροδότηση για χρήση ΜΜΜ και άρα τη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης και δεν θα οδηγούσε σε τεχνητές εξάρσεις της λιανικής τιμής των καυσίμων (λόγω της έκτακτης αύξησης στη ζήτησή τους).

Το μείζον, όμως, ζήτημα είναι ότι η προτεραιότητα που δόθηκε στην προστασία των νοικοκυριών ειδικά από τις αυξήσεις των τιμών στα "τελικά" ενεργειακά αγαθά αγνοεί παντελώς τις επιπτώσεις που έχει η ενεργειακή κρίση στις τιμές όλων των υπόλοιπων τελικών αγαθών, αλλά και τις επιπτώσεις στην οικονομία. Όσο και να προστατεύονται οι "τελικές" χρήσεις των ενεργειακών αγαθών, αν δεν προστατεύονται επαρκώς και οι επιχειρήσεις από τις ενδιάμεσες χρήσεις της ενέργειας, το όφελος για τα νοικοκυριά είναι μάλλον περιορισμένο. Το αυξημένο ενεργειακό κόστος των επιχειρήσεων αφενός μετακυλίεται τελικά στα υπόλοιπα αγαθά που καταναλώνουν τα νοικοκυριά και αφετέρου συνεπάγεται μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας και της δυνατότητας κερδοφορίας των επιχειρήσεων που δεν μπορεί να μην επιδράσει αρνητικά στον πραγματικό μισθό και την απασχόληση των νοικοκυριών.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχουν δοθεί μεγάλα ποσά στην Ελλάδα για τον περιορισμό των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης στην οικονομία, με σημαντικό μέρος των δημόσιων αυτών πόρων να προέρχεται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Σύμφωνα μάλιστα με εκτιμήσεις του Bruegel, η χώρα μας είναι η πρώτη χώρα στην ΕΕ ως προς το συνολικό ύψος της δημόσιας βοήθειας σε όρους ΑΕΠ, με ποσοστό 3,7% (€6,8 δισ.).

Έχει, όμως, ασκηθεί έντονη κριτική ως προς την κατανομή, την προτεραιοποίηση και αποδοτικότητα αυτών των έκτακτων δαπανών. Αποτελεί, ίσως, ένα πρόβλημα πολιτικής οικονομίας το πώς θα μπορούσε μια κυβέρνηση ενόψει εκλογών να δώσει το μεγαλύτερο βάρος της δημόσιας βοήθειας στον παραγωγικό τομέα –όπως μακροοικονομικά φαίνεται αυτονόητο–, όταν τα οφέλη αυτής της επιλογής είναι λιγότερο άμεσα και προφανή στον μέσο ψηφοφόρο κι ας υπερτερούν. Μια μερική –και διαγώνια– λύση σε αυτό το πρόβλημα θα μπορούσε να δοθεί από την πιο εντατική προσπάθεια διαφύλαξης και ενίσχυσης του ανταγωνισμού, ιδιαίτερα στις αγορές των ενεργειακών αγαθών, καθώς μια τέτοια πολιτική είναι ταυτόχρονα σκόπιμη από οικονομικής πλευράς και εκλογικά.

Ποιες ήταν, όμως, οι ουσιαστικές αιτίες της ενεργειακής κρίσης στην Ευρώπη και τι διδάγματα προκύπτουν για τον μακροπρόθεσμο ορίζοντα; Υπάρχει μια αρκετά διαδεδομένη εντύπωση ότι η ενεργειακή κρίση ξεκίνησε από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η αλήθεια όμως είναι ότι, αν και ο πόλεμος σαφώς την ενίσχυσε και την επιμήκυνε, οι τιμές της ενέργειας είχαν ήδη αυξηθεί σημαντικά πολύ πριν από την έναρξη του πολέμου.

Υπάρχει μια σειρά από αιτίες, εξαιτίας των οποίων ξεκίνησε αυτό το φαινόμενο, ιδιαίτερα με την ένταση που είχε στην Ευρώπη. Η κυριότερη εξ αυτών προέκυψε από την έξοδο όλων των οικονομιών του κόσμου από την κατάσταση που είχαν έρθει λόγω της πανδημίας. Καθώς η παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα επανεκκινούσε αύξησε σημαντικά τη ζήτηση για ενέργεια· η προσφορά, όμως, της ενέργειας αφενός σε κάποιες περιπτώσεις δεν μπορούσε να ανταποκριθεί άμεσα και αφετέρου σε κάποιες άλλες περιπτώσεις δεν ήθελε να ανταποκριθεί άμεσα.

Δύο ακόμα παράγοντες που πιθανότατα έπαιξαν σημαντικό ρόλο ειδικά στην αγορά του ΦΑ στην Ευρώπη ήταν η μάλλον ατυχής χρονικά απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να προωθήσει μια νέα συμφωνία μεταξύ των κρατών-μελών για σημαντικά πιο φιλόδοξους στόχους μείωσης των εκπομπών Αερίων του Θερμοκηπίου (ΑτΘ) έως το 2030, τη γνωστή ως "Fit for 55" σε συνδυασμό με τις γεωπολιτικές προθέσεις της Ρωσίας. Η πρόταση αυτή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βεβαίως δεν έχει γίνει ακόμα κοινοτική νομοθεσία, ωστόσο φαίνεται να επηρέασε την ευρωπαϊκή αγορά ΦΑ μέσω έμμεσων επιδράσεων. Δημιουργήθηκε μια αυξητική πίεση στις τιμές των ευρωπαϊκών δικαιωμάτων εκπομπών ΑτΘ, η οποία επέφερε μια αντίστοιχη αυξητική πίεση στη ζήτηση του ΦΑ καθώς αυτό υποκατέστησε την ακριβότερη χρήση του "βρώμικου" άνθρακα.

Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι η ευρωπαϊκή στρατηγική για την ενεργειακή μετάβαση είχε ορίσει το ΦΑ ως το μοναδικό μεταβατικό καύσιμο –ένα καύσιμο στο οποίο όχι μόνο η ΕΕ δεν είχε επαρκή εγχώρια παραγωγή και στρατηγικά αποθέματα αλλά ούτε καν έναν γεωπολιτικά ασφαλή εφοδιασμό από τον υπόλοιπο κόσμο.

Καθώς τα ευρωπαϊκά κράτη εισήγαγαν τη συντριπτική πλειονότητα του ΦΑ που χρησιμοποιούσαν από τη Ρωσία και είχαν μάλιστα επενδύσει στην κατασκευή ενός πυκνού δικτύου αγωγών ΦΑ από τη Ρωσία, έχουν πρακτικά τεθεί ενεργειακά ελεγχόμενα και εξαρτημένα από αυτήν. Ο γεωπολιτικός αυτός μοχλός της Ρωσίας ενισχύθηκε σημαντικά από την αναβάθμιση του ρόλου του ΦΑ και υπάρχουν αρκετά τεκμηριωμένες υπόνοιες ότι χρησιμοποιήθηκε ενεργά πολύ πριν από την εκδήλωση των πολεμικών προθέσεών της, μέσω της μείωσης της προσφοράς ΦΑ προς την Ευρώπη.

Αυτοί οι τρεις κύριοι παράγοντες, σε συνδυασμό με κάποιες έκτακτες/τυχαίες συγκυρίες όπως ο ισχυρός χειμώνας στο βόρειο ημισφαίριο και η μειωμένη παραγωγή των ΑΠΕ στη Βόρεια Ευρώπη καθώς και μερικούς άλλους παράγοντες οδήγησαν στην αρχική έκρηξη των τιμών της ενέργειας στην Ευρώπη. Αυτή ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, εξαιτίας:

  • Των ευρωπαϊκών κυρώσεων που περιλάμβαναν μεταξύ άλλων τη μείωση αγορών ΑΠ από την επιτιθέμενη Ρωσία, την αναστολή λειτουργίας του αγωγού Nord Stream 2 και ισχυρούς οικονομικούς περιορισμούς στις διεθνείς συναλλαγές της.
  • Των αντι-κυρώσεων από πλευράς της Ρωσίας που περιλάμβαναν μεταξύ άλλων τη μείωση των ροών ΦΑ από τους βασικούς αγωγούς της Βόρειας Ευρώπης.
  • Tην πιθανόν μη αναστρέψιμη καταστροφή των αγωγών Nord Stream 1 και 2, από τη δολιοφθορά άγνωστου μέχρι στιγμής δρώντα.

Γίνεται, επομένως, σαφές από τα παραπάνω πόσο μεγάλη σημασία έχει ο πολύ προσεκτικός σχεδιασμός της στρατηγικής για την παραγωγή, προμήθεια και χρήση της ενέργειας. Η ενέργεια δεν είναι ένα απλό αγαθό, αλλά αντίθετα ορίζει τις παραγωγικές δυνατότητες κάθε οικονομίας. Αναμφίβολα ο τομέας της ενέργειας, ως έχει, αποτελεί την κυριότερη πηγή εκπομπών ΑτΘ στην ατμόσφαιρα και για τον λόγο αυτό απαιτείται να μετασχηματιστεί σε κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που είναι σήμερα. Ο ενεργειακός μετασχηματισμός, όμως, θα πρέπει να σχεδιαστεί πολύ καλύτερα, με φιλόδοξους μεν αλλά ρεαλιστικούς στόχους και υποθέσεις, που δεν θυσιάζουν την ενεργειακή ασφάλεια.

Η ενεργειακή ασφάλεια δεν αφορά μόνο στη συμβατική εξασφάλιση παραγωγής και προμήθειας επαρκών ποσοτήτων ενέργειας με λογικό κόστος για το μέλλον, αλλά στην ελαχιστοποίηση των κινδύνων σε όρους ποσότητας και κόστους εξαιτίας διάφορων τυχαίων παραγόντων (ανθεκτικότητα) και στην ελαχιστοποίηση της δυνατότητας εξωτερικών πολιτικών παραγόντων να χρησιμοποιήσουν την ενέργεια ως γεωπολιτικό μοχλό (ανεξαρτησία). Αμφότερα απαιτούν επαρκή διαφοροποίηση σε όλα τα επίπεδα: α) σε όρους συναλλασσόμενων και συμβάσεων συναλλαγής: οι αρχικοί και ενδιάμεσοι προμηθευτές, όπως και οι επιμέρους όροι και ρήτρες που διέπουν τις προμήθειες· β) σε όρους γεωγραφίας: οι οδεύσεις και ο τρόπος μεταφοράς των ενεργειακών αγαθών από το εξωτερικό και η εσωτερική διασύνδεση· αλλά και γ) σε όρους τεχνολογίας και αντικειμένου: οι διάφορες μέθοδοι παραγωγής ή μετασχηματισμού ενέργειας και τα επιμέρους ενεργειακά αγαθά.

Η διάσταση της ενεργειακής ασφάλειας αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων ότι είχε υποτιμηθεί στον ευρωπαϊκό σχεδιασμό της ενεργειακής μετάβασης· και αυτό αποτέλεσε αναμφίβολα ένα από τα ισχυρότερα διδάγματα αυτής της κρίσης για την ευρωπαϊκή πολιτική ηγεσία. Ένα ακόμα, όμως, σημείο που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής είναι να μην τεθούν ευθέως αντιμέτωποι ο στόχος για εξασφαλισμένη παροχή ενέργειας σε λογική τιμή με τον στόχο για τη μετάβαση του ενεργειακού τομέα σε πιο περιβαλλοντικά καθαρές πηγές ενέργειας.

Είναι λίγο δύσκολο να το αντιληφθούμε ως μάλλον τυχεροί πολίτες του ανεπτυγμένου κόσμου, αλλά η περιβαλλοντική συνείδηση και η θέλησή μας να αντιμετωπίσουμε την κλιματική αλλαγή είχαν ως προϋπόθεση την κάλυψη σε μεγάλο βαθμό των βασικότερων αναγκών μας: της διαβίωσης και της ασφάλειας (με την ευρεία έννοια, που περιλαμβάνει τη σταθερότητα). Εάν αυτές τεθούν εν αμφιβόλω σε κάποιο βαθμό, και μάλιστα από μια πολιτική επιλογή που τις θίγει έναντι της προστασίας του περιβάλλοντος, τότε θα κινδυνεύσει να χαθεί η κοινωνική συναίνεση που υπάρχει αυτή τη στιγμή υπέρ της ενεργειακής μετάβασης. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι αναφορικά με το ενεργειακό ζήτημα, σε έρευνα του Υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας που δημοσίευσε η διαΝΕΟσις, που καταγράφει τις απόψεις των πολιτών σε μια σειρά από θέματα που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή στην Ελλάδα, η πλειοψηφία των ερωτώμενων (7 στους 10) απαντούν ότι οι ευρωπαϊκοί και εγχώριοι πόροι πρέπει να διατεθούν κατά προτεραιότητα στις ΑΠΕ.