Η δεύτερη ευκαιρία για την ρύθμιση οφειλών αφορά τους πάντες. Χρέη προς όλους, ιδιώτες, λιανεμπορικές αλυσίδες, ΔΕΗ, ασφαλιστικά ταμεία, τράπεζες.
Δυνητικά απευθύνεται σε πάνω από 4 εκατομμύρια έλληνες που μπορούν από την 1η Ιανουαρίου του 2021, εφόσον είναι πραγματικά αδύναμοι να ρυθμίζουν τις οφειλές τους με το νέο νόμο που βρίσκεται σε δημόσια διαβούλευση.
Ειδικά στο κεφάλαιο κατοικία, μετά και την έγκαιρη προειδοποίηση για όποιον προσφεύγει στο στάδιο της ρύθμισης, θα αναστέλλονται κατασχέσεις και πλειστηριασμοί. Και μετά τη δίμηνη διαβούλευση οι πιο αδύναμοι θα λαμβάνουν ειδική επιδότηση επί των ρυθμισμένων δόσεων του νέου δανείου, όπως ανέφερε ο πρωθυπουργός.
Όλα αυτά όμως θα γίνουν βάσει κριτηρίων. Απαραιτητη προυπόθεση είναι η κατάργηση του απόρρητου για κάθε περιουσιακό στοιχείο των ενδιαφερομένων, ώστε να γίνονται οι αναγκαίες διασταυρώσεις και να μην κρυφτολυν ξανά μέσα στην ρύθμιση στρατηγικοί κακοπληρωτές.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, της ΑΑΔΕ και του ΕΦΚΑ, το συνολικό χρέος του ιδιωτικού τομέα – ιδιώτες και επιχειρήσεις – ανέρχεται στα 234 δισ. ευρώ. Εξ αυτών, τα 91,7 δισ. ευρώ ή ποσοστό 39,3% αφορά σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια που ανήκουν στον ευρύτερο χρηματοπιστωτικό τομέα. Τα 105,6 δισ. ευρώ ή ποσοστό 45,2% αφορά σε οφειλές προς τη φορολογική αρχή και τα 36,3 δισ. ευρώ ή ποσοστό 15,5% είναι οφειλές προς τα ασφαλιστικά ταμεία. Οι επιχειρήσεις καταλαμβάνουν περίπου τα 2/3 του χρέους, ενώ το υπόλοιπο 1/3 αφορά ιδιώτες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, του ΕΦΚΑ και της αγοράς το σχέδιο νόμου αφορά χοντρικά τέσσερα εκατομμύρια φορολογούμενους με χρέη στην εφορία, ένα εκατομμύριο ασφαλισμένους με χρέη στον ΕΦΚΑ, ένα εκατομμύριο δανειολήπτες. Αρκετοί εξ αυτών χρωστούν και στους τρεις παραπάνω φορείς, επομένως ο ακριβης υπολογισμός των οφειλετών είναι δύσκολος.
Η κυβέρνηση σε κάθε περίπτωση επιθυμεί να μειώσει το βουνό των 234 δισ ευρώ του ιδιωτικού χρέους, αφήνοντας εκτός τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, κοινώς του «μπαταχτσήδες». Ειδικοί έλεγχοι και διασταυρώσεις (π.χ. για μεταφορά περιουσίας), στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με σκοπό την εύρεση περιουσίας, θα διενεργούνται ακριβώς για τον παραπάνω σκοπό.
Πρόκειται για μία ολιστική λύση με την οποία διευθετούνται ληξιπρόθεσμες οφειλές σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα είτε μέσω εξωδικαστικού συμβιβασμού με πιστωτές είτε μέσα από πτώχευσης. Στην δεύτερη περίπτωση μόλις ρευστοποιηθούν όλα τα περιουσιακά στοιχεία ενός φυσικού ή νομικού προσώπου σε ένα διάστημα από 1 έως το πολύ 3 ετών, αυτό απαλλάσσεται από όλες τις οφειλές και θα μπορεί να ξεκινήσει από την αρχή : Μία δεύτερη ευκαιρία επί της ουσίας. Βασικό προνόμιο του σχεδίου νόμου είναι ότι οι διαδικασίες θα είναι πιο απλές και πιο γρήγορες από όλα τα προηγούμενα καθεστώτα διευθέτησης οφειλών.
Τα στάδια
Η διαδικασία την οποία προβλέπει το νομοσχέδιο εξελίσσεται σε στάδια: Πρόληψη, πρώτα με ένα μηχανισμό που θα προειδοποιεί όταν υπάρχει πρόβλημα σε ένα δάνειο, ρύθμιση οφειλών που θα γίνεται με ηλεκτρονική διαδικασία ή με φυσική διαμεσολάβηση και θα επικυρώνεται δικαστικά, το στάδιο της πτώχευσης το οποίο θα οδηγεί σε απαλλαγή από χρέη και η δυνατότητα επανέναρξης της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου θα δημιουργηθεί μηχανισμός έγκαιρης προειδοποίησης όπου θα ενημερώνονται τα φυσικά και τα νομικά πρόσωπα, προκειμένου να μπορέσουν να καλύψουν ή να αναδιαρθρώσουν τις οφειλές τους για να αποφύγουν τις διαδικασίες ρευστοποίησης.
Οι οφειλέτες που αποδεδειγμένα βρίσκονται σε οικονομική δυσκολία ή αδυναμία έχουν τη δυνατότητα να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα, με δύο τρόπους:
-Είτε θα ρυθμίζουν όλες τις οφειλές τους.
-Είτε θα αποκτούν μία «δεύτερη ευκαιρία» μέσω της απαλλαγής από τα χρέη τους, εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, ύστερα όμως από τη ρευστοποίηση όλων των περιουσιακών τους στοιχείων. Η δεύτερη ευκαιρία διασφαλίζει ότι τα χρέη της μιας γενιάς δεν θα μεταφέρονται στην επόμενη, διαιωνίζοντας το πρόβλημα της υπερχρέωσης.
Θα δημιουργηθεί ένα ολοκληρωμένο και αυτοματοποιημένο πλαίσιο αντιμετώπισης της αφερεγγυότητας, μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών, τόσο για φυσικά όσο και για νομικά πρόσωπα. Η διαδικασία είναι αμιγώς εξωδικαστική και εμπιστευτική μεταξύ οφειλέτη και πιστωτών. Διεξάγεται μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας και παρέχει τη δυνατότητα για την αναδιάρθρωση των οφειλών, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας «κουρέματος» της οφειλής.
Η παροχή ρύθμισης αποφασίζεται από την πλειοψηφία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, και στην περίπτωση που υιοθετηθεί η πρόταση ρύθμισης που προέκυψε από υπολογιστικό εργαλείο, είναι υποχρεωτική η εφαρμογή της από το Δημόσιο και τους ασφαλιστικούς φορείς. Η διαδικασία διαρκεί το πολύ δύο μήνες, εντός των οποίων είτε επιτυγχάνεται ρύθμιση, είτε τερματίζεται η διαδικασία με την τυχόν άρνηση των τραπεζικών ιδρυμάτων να προτείνουν ρύθμιση ή με την άρνηση του οφειλέτη προς την προτεινόμενη ρύθμιση. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, προβλέπεται αναστολή της αναγκαστικής ρευστοποίησης των εξασφαλιστικών στοιχείων του οφειλέτη.
Στο πλαίσιο της αντιμετώπισης οφειλών και με σκοπό να αποφύγουν την πτώχευση, οι επιχειρήσεις δύνανται να προσφύγουν στη διαδικασία της εξυγίανσης.
Χρειάζεται η συναίνεση δύο κατηγοριών πιστωτών, αυτών που έχουν εμπράγματες εξασφαλίσεις και των υπολοίπων πιστωτών, σε ποσοστό 50% της κάθε κατηγορίας. Ωστόσο, η επιτευχθείσα με τον τρόπο αυτό συμφωνία επικυρώνεται από το δικαστήριο, μόνον εάν συναινέσει ποσοστό 60% πιστωτών όλων των κατηγοριών, οπότε στην περίπτωση αυτή επέρχεται και αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων των ενέγγυων πιστωτών. Οι πιστωτές που μειοψήφησαν δεσμεύονται από τη συμφωνία, εφόσον ικανοποιείται η βασική αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης τους και της ίσης μεταχείρισης των πιστωτών που ανήκουν στην ίδια κατηγορία.
Δυνατότητα πτώχευσης
Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η επίτευξη προληπτικής αναδιάρθρωσης οφειλών, τότε προβλέπεται η δυνατότητα πτώχευσης, τόσο των φυσικών όσο και των νομικών προσώπων. Στην περίπτωση αυτή, δρομολογείται η διαδικασία συλλογικής ικανοποίησης των πιστωτών, με ταυτόχρονη απαλλαγή του οφειλέτη από τα υπόλοιπα των οφειλών του.
Στην περίπτωση των νομικών προσώπων, ήδη με την απόφαση κήρυξης της πτώχευσης αποφασίζεται η ρευστοποίηση είτε του συνόλου της επιχείρησης είτε των επιμέρους περιουσιακών στοιχείων αυτής, και αν δεν επιτευχθεί η πώληση ως σύνολο εντός 18 μηνών, εκποιούνται τα επιμέρους περιουσιακά στοιχεία.
Στην περίπτωση των φυσικών προσώπων, αυτά οφείλουν να συνεισφέρουν και με τα εισοδήματά τους που υπερβαίνουν τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, πέραν της ρευστοποίησης των λοιπών περιουσιακών στοιχείων τους, μέχρι να επέλθει η απαλλαγή τους. Οι διαδικασίες της πτώχευσης συστηματοποιούνται και απλοποιούνται προς τον σκοπό της ταχείας διεκπεραίωσης. Στο πλαίσιο αυτό, προβλέπεται μια σειρά καινοτομιών.
Τέτοιες είναι η χρήση ηλεκτρονικών μέσων που διασφαλίζουν διαφάνεια και δημοσιότητα, η κατάργηση προσκόμισης δικαιολογητικών (τα οποία θα ανακτώνται ηλεκτρονικά), η εισαγωγή ποσοτικών κριτηρίων που θα καθορίζουν ευχερέστερα την παύση πληρωμών, η άμεση έναρξη των διαδικασιών ρευστοποίησης, η αυτόματη αναπροσαρμογή της τιμής πρώτης προσφοράς στις διαδικασίες πλειστηριασμού, εφόσον αναδειχθούν άγονοι, η βελτίωση του θεσμού των διαχειριστών αφερεγγυότητας.
Προστασία των ευάλωτων
Η προστασία των ευάλωτων νοικοκυριών διασφαλίζεται με την έμπρακτη στήριξη του κράτους ως εξής:
-Παρέχοντας επιδότηση των δανείων 1ης κατοικίας, στο στάδιο της συνολικής ρύθμισης οφειλών, έτσι ώστε να διασώσουν το σπίτι τους. Παρέχεται δηλαδή ένα κίνητρο επαναφοράς στη συνέπεια κάλυψης όλων των υποχρεώσεων.
-Εφόσον οι πιστωτές προβούν σε ενέργειες ρευστοποίησης της 1ης κατοικίας, τότε το κράτος παρεμβαίνει με σκοπό να αποφευχθεί η έξωση. Στο στάδιο της ρευστοποίησης από τους πιστωτές, παρέχεται ουσιαστική στήριξη από την πολιτεία, μέσω της δημιουργίας ενός ιδιωτικού φορέα για την απόκτηση των ακινήτων, ο οποίος θα επιλεγεί από το κράτος, μέσω διαγωνιστικής διαδικασίας. Ο εν λόγω φορέας θα υποχρεούται να αποκτήσει το ακίνητο που συνιστά την 1η κατοικία ευάλωτων κοινωνικά ομάδων, η οποία έχει δρομολογηθεί σε διαδικασία πλειστηριασμού, κατόπιν κήρυξης πτώχευσης ή αναγκαστικής εκτέλεσης. Επιπρόσθετα, ο φορέας υποχρεούται να παραχωρήσει την κατοικία προς χρήση στο ευάλωτο νοικοκυριό για 12 έτη, κατόπιν της καταβολής μισθώματος, το οποίο θα υποστηρίζεται από το κράτος, με τη μορφή επιδόματος ενοικίου. Έτσι, αποφεύγεται μια έξωση που θα επερχόταν εάν αποκτούσε κάποιος τρίτος το ακίνητο. Επίσης, ο φορέας υποχρεούται να προσφέρει στον οφειλέτη τη δυνατότητα επαναπόκτησης του ακινήτου εντός 12 ετών.