Πολύ… κοντινός μοιάζει ο ορίζοντας του Μαρτίου 2022 για τη λήξη του έκτακτου προγράμματος κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ (PEPP ή QE Πανδημίας) καθώς οι μεταλλάξεις του κορονοϊού μεταθέτουν για το δεύτερο εξάμηνο του 2021 την ανάκαμψη της οικονομίας, χωρίς κανείς να μπορεί να εκτιμήσει με βεβαιότητα το συνολικό πλήγμα που θα υποστεί φέτος η ευρωπαϊκή οικονομία.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι στη Φρανκφούρτη εξετάζονται ήδη σενάρια για την επόμενη ημέρα τα οποία περιλαμβάνουν την επ’ αόριστο παράταση συγκεκριμένων μέτρων στήριξης. Ανεξάρτητα με το αν θα λήξει κάποια στιγμή (ενδεχομένως στο τέλος του 2022) το έκτακτο QE, η Ελλάδα θα συνεχίσει να απολαμβάνει τα οφέλη της χαλαρής πολιτικής που εφαρμόζει η ΕΚΤ έως το 2026. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα μας έχει μία «καθαρή» πενταετία εξαιρετικά ευνοϊκών χρηματοδοτικών συνθηκών για να καλύψει τις ανάγκες της και να δώσει ώθηση στην ανάπτυξη.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η Κριστίν Λαγκάρντ εξετάζει το ενδεχόμενο να αλλάξει το guidance για να το προσαρμόσει στα νέα δεδομένα του κορονοϊού. Η επικεφαλής της ΕΚΤ δέχεται πιέσεις από τις αγορές για να προχωρήσει στις σχετικές ανακοινώσεις, κάτι που φάνηκε από τις πρόσφατες δηλώσεις της, μέσω των οποίων δεσμεύτηκε ότι η ΕΚΤ θα διοχετεύει στο σύστημα την απαιτούμενη ρευστότητα «για όσο χρειαστεί».
Η φράση «για όσο χρειαστεί» είναι το αντίστοιχο «οτιδήποτε χρειαστεί» του προκατόχου της Μάριο Ντράγκι. Αν επιβεβαιωθεί το σενάριο παράτασης του PEPP, δεν πρόκειται να αλλάξουν οι όροι εφαρμογής του, που συνεπάγεται αυτομάτως ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει να αγοράσει ελληνικά ομόλογα, ακόμα και στην περίπτωση που δεν θα έχει αναβαθμιστεί η αξιολόγηση της Ελλάδας σε «investment grade». Και μόνο το γεγονός ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Bank of America, η ΕΚΤ θα μπορούσε να αγοράσει φέτος ελληνικά ομόλογα ύψους της τάξης των 17 δισ. ευρώ, καθιστά πολύ σημαντική πιθανή παράταση του QE για ολόκληρο το 2022.
Το Βερολίνο συνεχίζει να ασκεί πιέσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση, αυτή της έγκαιρης αντιστροφής της υπερβολικά χαλαρής νομισματικής πολιτικής, ωστόσο την ίδια ώρα όλοι ανεξαιρέτως οι επενδυτικοί οίκοι προειδοποιούν κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις να μην αποσύρουν τα μέτρα στήριξης της οικονομίας πριν διασφαλιστεί η ανάκαμψη.
Το επικρατέστερο σενάριο σήμερα είναι η ΕΚΤ να διατηρήσει την εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική για πολλά χρόνια. Είτε μέσω του «κανονικού» QE (APP) είτε μέσω του διευρυμένου PEPP, η ΕΚΤ θα συνεχίσει να αγοράζει κρατικά ομόλογα – αν και όχι τόσο επιθετικά όσο σήμερα – έως το 2026. Στο ίδιο διάστημα τα επιτόκια αναμένεται να παραμείνουν στα ιστορικά χαμηλά επίπεδα που βρίσκονται τα τελευταία χρόνια, με πολύ οριακές προσαρμογές, όπως π.χ. στο επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων.
Μάλιστα στην ΕΚΤ υπάρχουν «φωνές» που θεωρούν ότι το QE πρέπει να έχει μόνιμο χαρακτήρα, υπό την έννοια του να αποτελεί ένα διαρκώς διαθέσιμο εργαλείο το οποίο να μπορεί να αξιοποιείται ανά πάσα στιγμή στο μέλλον, χωρίς να χρειάζεται να ξεσπάσει πρώτα μία οικονομική κρίση. Δεν αποκλείεται μάλιστα να ακούσουμε σύντομα την Λαγκάρντ να λέει ότι το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ θα είναι στο εξής πάντοτε ανοικτό στο ενδεχόμενο επαναφοράς του QE.
Ο λόγος που θα συμβεί αυτό είναι το χρέος. Τα δανεικά της πανδημίας αναδεικνύουν εκ νέου μία από τις μεγαλύτερες αδυναμίες της Ευρωζώνης που είναι το δημόσιο χρέος των κρατών-μελών, με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα την Ελλάδα σε ποσοστό ως προς το ΑΕΠ και την Ιταλία σε όγκο. Η «μονιμοποίηση» του QE θα μειώσει τις πιθανότητες να βιώσει η Ευρωζώνη μια νέα κρίση χρέους. Αποτέλεσμα θα είναι για πολλά χρόνια ακόμη να παραμείνουν οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων σε πολύ χαμηλά επίπεδα, διευκολύνοντας την προσπάθεια του ελληνικού δημοσίου, σε συνδυασμό με τις επενδύσεις και την ανάπτυξη, να μειώσει το χρέος χωρίς μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή.