Ch. Lagarde: Συναίνεση, αλλά όχι συμφωνία

Ch. Lagarde: Συναίνεση, αλλά όχι συμφωνία

Υπό την απειλή του Κογκρέσου στο ΔΝΤ να μην προχωρήσει σε ένα τρίτο πρόγραμμα με την Ελλάδα, το εκτελεστικό συμβούλιό του συνεδρίασε την Παρασκευή για να εξετάσει μεταξύ άλλων και την πρόοδο για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Σύμφωνα με πληροφορίες, η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Christine Lagarde ενημέρωσε για τις επαφές της με τους Ευρωπαίους πιστωτές στο Washington Group, και εκτίμησε ότι υπάρχει συναίνεση, αλλά όχι ακόμη και συμφωνία, για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Η ίδια, εξάλλου, δεν αναμένεται να μεταβεί στο αυριανό Eurogroup, όπου το ΔΝΤ θα εκπροσωπήσει ο διευθυντής του Ευρωπαϊκού Τμήματος, Poul Thomsen.

Όπως μεταδίδει η Καθημερινή, ενώ οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ευρωπαίων και ΔΝΤ συνεχίζονται, στο Κογκρέσο εντείνεται η πίεση προς τον διεθνή οργανισμό να μη συμμετέχει ούτε καν με ένα συμβολικό ποσό στο ελληνικό πρόγραμμα. Η συνεδρίαση που συγκάλεσε η Επιτροπή Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών της Βουλής των Αντιπροσώπων την Πέμπτη ήταν μία σαφής προειδοποίηση στο ΔΝΤ να μην προχωρήσει στη σύναψη ενός νέου προγράμματος με την Ελλάδα.

Ο πρόεδρος της Επιτροπής Νομισματικών Υποθέσεων του Κογκρέσου, Αντι Καρ, ήταν καταπέλτης για το ΔΝΤ και τα προηγούμενα ελληνικά του προγράμματα, εκτιμώντας ότι απέτυχαν παταγωδώς, καθώς έχουν αυξήσει το ελληνικό χρέος, ενώ έχουν βυθίσει την οικονομία στην ύφεση. Οπως είπε, αν το ΔΝΤ συμμετάσχει στο τρίτο πακέτο διάσωσης της Ελλάδας, αυτό θα σημαίνει ότι «έχει διδαχθεί ελάχιστα από το παρελθόν, ότι ο ρόλος του ως ύστατος δανειστής απειλείται και ότι οι αποφάσεις του έχουν πολιτικοποιηθεί σε απελπιστικό βαθμό». Μάλιστα, το προειδοποίησε με αντίποινα αν προχωρήσει σε νέο πρόγραμμα: «Μην απατάσθε, αν το ΔΝΤ προχωρήσει σε τρίτο πρόγραμμα... δεν θα έχει κανέναν να κατηγορήσει παρά μόνο τον εαυτό του, αν ενταθεί ο κοινοβουλευτικός έλεγχος στις δραστηριότητές του, συμπεριλαμβανομένων των μελλοντικών κρίσεων για τη διακυβέρνησή του». Το Κογκρέσο αναμένεται να εξετάσει νέα αύξηση των κονδυλίων των ΗΠΑ για τον διεθνή οργανισμό στα τέλη της τετραετίας. Ο κ. Μπαρ ήταν αρνητικός και απέναντι στη συμμετοχή του ΔΝΤ με ένα συμβολικό ποσό για την Ελλάδα, εκτιμώντας ότι αυτό θα το καταστήσει «συμβολικό θεσμό». Οπως είπε, οι Ευρωπαίοι δεν έχουν ανάγκη τα χρήματα του ΔΝΤ αλλά το χρησιμοποιούν «για να προστατεύσουν τους πολιτικούς τους ενόψει εκλογών».

Οπως ωστόσο εκτιμά μιλώντας στην «Κ» ένας από τους τέσσερις ειδικούς που κατέθεσαν στην επιτροπή, ο αναλυτής Πολ Μπλούσταϊν, «δεν νομίζω ότι το Κογκρέσο από μόνο του θα εκτροχιάσει τη συμμετοχή του ΔΝΤ, αλλά απ' ό,τι είδα στην κατάθεση, είναι ξεκάθαρο ότι μέλη του Κογκρέσου με επιρροή αντιδρούν στη συμμετοχή του ΔΝΤ, και αυτό θα ενισχύσει εκείνα τα μέλη της αμερικανικής κυβέρνησης που θέλουν να ζητήσουν από τον αντιπρόσωπο των ΗΠΑ στο Ταμείο να ταχθεί εναντίον ενός τρίτου ελληνικού προγράμματος».

Πάντως, ο κ. Μπλούσταϊν σημειώνει ότι η αμετακίνητη στάση του ΔΝΤ στο ζήτημα του χρέους είναι ένας τρόπος με τον οποίο ο διεθνής οργανισμός προσπαθεί να «εξιλεωθεί» για τα προηγούμενα λάθη του. Οπως δηλώνει στην «Κ», «θέλουν να ανακτήσουν την αξιοπιστία του Ταμείου δείχνοντας ότι οι Ευρωπαίοι δεν μπορούν πλέον να τους άγουν και να τους φέρουν. Αλλά θα δούμε πόσο σκληρή θα είναι πραγματικά η Christine Lagarde όταν έρθει η ώρα για τις τελικές αποφάσεις».

Το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών έχει επιφυλαχθεί να τοποθετηθεί για το θέμα μέχρι να δει την τελική συμφωνία, διαμηνύοντας ότι δεν έχει παρωπίδες αλλά και ότι η συμφωνία θα πρέπει να ικανοποιεί τις απαιτήσεις του ΔΝΤ. Από την πλευρά του, ο συνεργάτης του Ινστιτούτου Peterson Τζέικομπ Κίρκεγκααρντ δεν πιστεύει ότι οι ΗΠΑ θα μπλοκάρουν τη συμφωνία. Οπως δηλώνει στην «Κ», «σημαντικοί αξιωματούχοι δεν έχουν τοποθετηθεί ακόμη στις θέσεις τους στο υπουργείο (σ.σ. εννοεί τον υφυπουργό Οικονομικών Ντέιβιντ Μάλπας, που έχει εκφρασθεί εναντίον του ελληνικού προγράμματος του ΔΝΤ στο παρελθόν), αλλά ακόμη και αν αυτό γίνει άμεσα, θα είναι το πρώτο πράγμα που θα κάνουν στη νέα τους θέση, τη στιγμή μάλιστα που υπάρχει απτή πρόοδος στις διαπραγματεύσεις; Νομίζω ότι η απάντηση είναι αρνητική».

Φωτογραφία: SOOC