Με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια να διαμορφώνονται στα 90 δισ. ευρώ, ήτοι στο 43%, στα τέλη του 2018, η Ελλάδα συνεχίζει να αποτελεί το πιο κρίσιμο δοκιμαστικό πεδίο για τη στρατηγική της «μείωσης κινδύνων» στην Ευρωζώνη. Αυτό αναφέρει σε νέα του έκθεση το think tank Bruegel, τονίζοντας παράλληλα ότι η ανάπτυξη στην Ελλάδα θα είναι διατηρήσιμη μόνο αν ολοκληρωθεί η απομόχλευση των τραπεζών. Για να γίνει όμως αυτό θα πρέπει να επιτευχθεί αφενός η μεταφορά των προβληματικών δανείων εκτός των τραπεζικών ισολογισμών και αφετέρου η αναδιάρθρωση του ιδιωτικού χρέους.
Σύμφωνα με τον αναλυτή Αλεξάντερ Λέμαν, στην Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες χώρες της Ευρωζώνης που πέρασαν κρίση, με πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα την Ιταλία, έχουν πραγματοποιηθεί λίγες πωλήσεις NPLs. Οι προσπάθειες αναδιάρθρωσης και ανάκτησης ενεχύρων περιορίζει τις τράπεζες και στα μέσα του 2018 το ποσοστό των οφειλετών που σταμάτησαν να πληρώνουν ξεπερνούσε το ποσοστό των δανείων που ανέκαμπταν.
Ο ίδιος εκτιμά ότι και οι δύο προτάσεις που έχουν κατατεθεί για την επίλυση του προβλήματος σε κεντρικό επίπεδο θα μπορούσαν να ελευθερώσουν κεφάλαια τα οποία θα κατευθυνθούν στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. «Και τα δύο έχουν σχεδιαστεί για να ξεπεραστεί ο σκόπελος της κρατικής ενίσχυσης, στην περίπτωση που τα δάνεια μεταφερθούν σε τιμές πάνω από της αγοράς. Τα εν λόγω πλάνα θα μπορούσαν να ενισχύσουν το επενδυτικό ενδιαφέρον για assets που υστερούν σε διαφάνεια, είναι εκτεθειμένα σε πολιτικές παρεμβάσεις όσον αφορά την αναδιάρθρωσή τους και τα οποία εξαρτώνται από το αποτέλεσμα των νομικών διαδικασιών ενός αναποτελεσματικού δικαστικού συστήματος».
Η πρόταση της ΤτΕ για ένα κοινό όχημα ειδικού σκοπού τύπου bad bank, θα δημιουργήσει ευκαιρία για χαρτοφυλάκια που είναι πιο ελκυστικά για τους επενδυτές από τα μεμονωμένα χαρτοφυλάκια των τραπεζών και δίνει λύση στα προβλήματα συνεργασίας μεταξύ των τραπεζών στις περιπτώσεις κοινών δανείων. Παράλληλα, οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων θα μπορούσαν να εφαρμόσουν πιο αποτελεσματικές λύσεις αναδιάρθρωσης.
Ο Λέμαν τονίζει ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει σημαντικό πρόβλημα με τις επιχειρήσεις-ζόμπι, οι οποίες είναι απίθανο να ανακάμψουν υπό οποιαδήποτε αναδιάρθρωση. Για τις επιχειρήσεις που εμφανίζουν προοπτικές βιωσιμότητας, μία κοινή λύση θα ήταν πιο αποτελεσματική καθώς οι μεμονωμένες ενέργειες των τραπεζών δεν έχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Όμως κάτι τέτοιο προϋποθέτει ενδεχομένως επιπρόσθετα κεφάλαια και ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις.
Η πρόταση του υπουργείου Οικονομικών προβλέπει μία σειρά συναλλαγών για κάθε τράπεζα ξεχωριστά. Αυτή η επιλογή προσφέρει μεγαλύτερη διαφάνεια στους επενδυτές και θα μπορούσε να υλοποιηθεί με βάση το ιταλικό μοντέλο. Η κρατική εγγύηση για τα χαρτοφυλάκια που θα πωληθούν θα είναι πιθανότατα δαπανηρή καθώς το ελληνικό δημόσιο παραμένει στην κατηγορία «junk».
Η έλλειψη τραπεζικών κεφαλαίων που θα καλύψουν επιπρόσθετες διαγραφές δανείων αποτελεί το εμπόδιο της αντιμετώπισης του ιδιωτικού χρέους και των καθυστερημένων δανείων στην Ελλάδα. Η κρατική στήριξη για ένα σχέδιο που προβλέπει και τη συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών μπορεί να γεφυρώσει ορισμένες αδυναμίες, όμως η δυνατότητα του κράτους να επεκτείνει τις εγγυήσεις είναι περιορισμένη. Ένας ενιαίος οργανισμός διαχείρισης απαιτήσεων που θα υποστηρίζεται από τις συστημικές τράπεζες θα αποτελούσε μία σημαντική λύση στη διαδικασία αντιμετώπισης του ιδιωτικού χρέους. Παρ'' όλα αυτά, σημαντικό μέρος της αναδιάρθρωσης δανείων θα πρέπει να περάσει μέσα από τις τράπεζες.