Του Βασίλη Γεώργα
Η «έξοδος στις αγορές» είναι πλέον το καινούριο αφήγημα της ελληνικής κυβέρνησης και των ευρωπαίων πιστωτών της χώρας. Αν μας δάνειζαν με βάση το πόσες φορές την ημέρα εξαγγέλλεται η επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές ομολόγων, σήμερα θα ήμασταν ήδη πλούσιοι.
Το πρόβλημα είναι πως ακούγοντας κανείς όλους αυτούς τους σοβαρούς ανθρώπους από τον ESM, την Κομισιόν, το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών και τον Πρωθυπουργό να προσποιούνται ότι όλα πάνε καλά τόσο καλά, κινδυνεύει να πιστέψει ότι ζει σε κάποιο παράλληλο σύμπαν. Σε ένα κόσμο όπου διεθνείς επενδυτές, ασφαλιστικά ταμεία και καλοπροαίρετοι αποταμιευτές είναι πρόθυμοι να δανείσουν λεφτά στη μοναδική χώρα της ευρωζώνης το αξιόχρεο της οποίας ανήκει ακόμη στα «σκουπίδια», όπου η ίδια διατυμπανίζει ότι δεν έχει βιώσιμο χρέος και ενώ δεν υπάρχει κανείς επίσημος θεσμός που να μπορεί να συντάξει μια θετική έκθεση ότι μπορεί να πληρώνει απρόσκοπτα τα δανεικά της.
Παρόλα αυτά χθες στον Economist ακούσαμε τον Πρωθυπουργό να ισχυρίζεται πως η Ελλάδα δεν θα ζητήσει καν την προληπτική πιστωτική γραμμή στήριξης από τον ESM για να βγει για δανεικά από τις αγορές.
Όλη η αγωνία της κυβέρνησης Τσίπρα να αποφύγει ένα τέταρτο μνημόνιο αποτυπώθηκε με τον πιο εύγλωττο τρόπο στην φράση του ότι «η Ελλάδα θα βγει με το σπαθί της στις αγορές γιατί δεν θέλουμε νέες δεσμεύσεις»…
Είναι προφανές πως το αφήγημα της εξόδου στις αγορές είναι αυτή την περίοδο -και θα παραμείνει για μερικούς μήνες ακόμη- μια βολική ένεση αισιοδοξίας για όλους. Εξυπηρετεί όλες τις πλευρές να πάνε λίγο παρακάτω και βοηθά να ξοδευτεί χρόνος μέχρι να έρθει ο καιρός των σημαντικών αποφάσεων.
Ιδιαίτερα ενόψει των γερμανικών εκλογών, είναι επωφελές για το Βερολίνο να προσποιείται ότι το ελληνικό πρόγραμμα βαίνει προς επιτυχή ολοκλήρωση το καλοκαίρι του 2018. Η δε ελληνική κυβέρνηση εκμεταλλεύεται την ευκαιρία για να πιστωθεί επικοινωνιακούς πόντους με το να καλλιεργεί προσδοκίες ότι μπορεί να βάλει τέλος στα μνημόνια και μάλιστα χωρίς να αναλάβει καμία νέα δέσμευση όπως θα προϋπέθετε μια συμφωνία για την έγκριση προληπτικής γραμμής χρηματοδότησης μετά το 2018.
Κάνει εντύπωση, και θα πρέπει να μας υποψιάσει, πως από όλο αυτή την έκρηξη αισιοδοξίας για την επιστροφή της χώρας στις αγορές το 2017 και την έξοδό της από τα Μνημόνια το 2018, λείπει εντελώς η εικόνα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Κανείς από το ΔΝΤ δεν έχει βγει ακόμη δημόσια να ισχυριστεί ότι η Ελλάδα οδεύει προς το επόμενο βήμα. Το Ταμείο παρεμπιπτόντως βρίσκεται ακόμη στο ελληνικό πρόγραμμα συμμετέχοντας όχι μόνο ως δίολκος μεταξύ των δημοσιονομικών μέτρων και των μεταρρυθμίσεων, αλλά ως εγγυητής των αγορών. Συνεπώς ο δικός του λόγος είναι που μετράει περισσότερο.
Έξοδος στις αγορές με τα λόγια, όμως δεν γίνεται. Ακόμη και αν η Ελλάδα δανειστεί δοκιμαστικά κάποια ποσά τους επόμενους μήνες, αυτό δεν σημαίνει πως οι αγορές θα έχουν ανοίξει για εμάς τουλάχιστον με τους όρους που χρειάζεται ώστε να μην φτάσουμε σε μερικά χρόνια να χρωστάμε περισσότερα από όσα σήμερα.
Αυτό δεν θα μπορεί να συμβεί πριν η ευρωζώνη πάρει τις οριστικές αποφάσεις της για το πώς θα διαχειριστεί το ελληνικό χρέος, και πριν υπάρξουν επαρκή στοιχεία για το αν και με ποιο τρόπο ανταποκρίνεται η οικονομία μετά το σοκ των τελευταίων ετών.
Το ερώτημα που θα κληθεί να απαντήσει σε μερικούς μήνες η ευρωζώνη είναι αν είναι προς το συμφέρον της να αναδιαρθρώσει το ελληνικό χρέος και να συνεχίσει να δανείζει για μερικά χρόνια ακόμη την Ελλάδα μέσω ενός 4ου Μνημονίου ώστε να ελαττώσει τον κίνδυνο μελλοντικής χρεοκοπίας.
Στο ίδιο ερώτημα θα πρέπει να απαντήσει και η Ελλάδα. Αν δηλαδή η ίδια έχει συμφέρον να αρχίσει να δανείζεται από τις αγορές μεγάλα ποσά με επιτόκια δύο-τρεις φορές υψηλότερα από τα σημερινά (σ.σ ο ESM μας δανείζει με επιτόκιο 0,86%), ή είναι προς το συμφέρον της να εξακολουθήσει να δανείζεται από τον μηχανισμό στήριξης αναπροσαρμόζοντας στο μεσοδιάστημα τις δομές της οικονομίας της έως ότου δημιουργήσει πραγματικά τις συνθήκες για επιστροφή στις αγορές.