Αναθεωρούνται τα σενάρια και οι προβλέψεις για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό στην παγκόσμια οικονομία και ειδικότερα στην Ευρώπη, μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία που αλλάζει τα πάντα.
Γύρω στα 3 τρισ. ευρώ υπολογίζεται το δημοσιονομικό κόστος καθώς τα προβλήματα στην παροχή ενέργειας και το μεγάλο πλήγμα που δέχονται τα νοικοκυριά σε επίπεδο αγοραστικής δύναμης, είναι πιθανό να πυροδοτήσουν νέο κύκλο κρατικών προγραμμάτων στήριξης στην Ευρώπη, παρόμοιων με εκείνα που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια των lockdown.
Με τη ρωσική εισβολή να συνεχίζεται και τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας να γίνονται ολοένα πιο αυστηρές, οι ειδικοί αναγκάζονται να προσαρμόσουν τις εκτιμήσεις τους σε μία νέα πραγματικότητα, αναθεωρώντας επί τα χείρω τις προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πρώτα και πάνω απ’ όλα, οι επιπτώσεις είναι απόλυτα καταστροφικές για την Ουκρανία, όποια και αν είναι η συνέχεια.
Εκτός από τη δεδομένη ανθρωπιστική κρίση η οποία βάζει όλα τα υπόλοιπα σε δεύτερη μοίρα, ο οικονομικός αντίκτυπος για τη χώρα είναι ανυπολόγιστος. Επιπτώσεις θα υπάρξουν σαφώς και για τη Ρωσία. Οι κυρώσεις της Δύσης σφίγγουν τον κλοιό για τη ρωσική οικονομία και πλέον το σενάριο μιας παρατεταμένης ύφεσης γίνεται βασικό.
Το τοπίο όμως είναι ομιχλώδες και για την παγκόσμια οικονομία και ειδικότερα για την Ευρώπη. Η ταχύτητα με την οποία αλλάζουν οι προβλέψεις δείχνει ότι κανείς δεν περίμενε πως η Ρωσία θα έφτανε τόσο μακριά στην πραγματοποίηση των απειλών της.
Το μόνο σίγουρο συμπέρασμα των αναλυτών, στην παρούσα φάση, είναι ότι και αύριο να σταματήσει η ρωσική επίθεση, η παγκόσμια οικονομία θα δεχθεί πλήγμα φέτος και ο ρυθμός ανάπτυξης θα είναι χαμηλότερος του αναμενόμενου. Πόσο;
Κανείς δεν γνωρίζει. Γιατί είναι αδύνατο να εκτιμηθεί το μέγεθος των επιπτώσεων και επομένως δεν μπορεί να γίνει καμία ασφαλής πρόβλεψη. Αφενός για το ντόμινο των συνεπειών καθώς σπάει ένας σημαντικός κρίκος του παγκόσμιου εμπορίου και αφετέρου για το τέλος των εχθροπραξιών και το καθεστώς που θα ισχύσει στη συνέχεια.
Το σχόλιο των αναλυτών της ING που ακολουθεί, ίσως αντανακλά την πιο ασφαλή εκτίμηση που μπορεί να γίνει σήμερα. «Δεν θέλουμε να κάνουμε εικασίες για την εξέλιξη του πολέμου αλλά φαίνεται ότι οι κυρώσεις θα παραμείνουν σε ισχύ για μεγάλο χρονικό διάστημα και οι τιμές της ενέργειας θα συνεχίσουν να είναι υψηλές ή θα αυξηθούν ακόμη περισσότερο το προσεχές διάστημα», σημειώνει ο Κάρστεν Μπρζέσκι, επικεφαλής παγκόσμιας μακροοικονομικής ανάλυσης της ING σε χθεσινό σημείωμα.
Σε αυτό το σενάριο θα υπάρξουν τόσο βραχυπρόθεσμες όσο και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις όχι μόνο για την ενέργεια και τα εμπορεύματα αλλά και για τη δημοσιονομική πολιτική.
Η Capital Economics υπολογίζει το δημοσιονομικό κόστος γύρω στα 3 τρισ. ευρώ ή 2% του ΑΕΠ της Ε.Ε. και η ING εκτιμά ότι τα προβλήματα στην παροχή ενέργειας και το μεγάλο πλήγμα που δέχονται τα νοικοκυριά σε επίπεδο αγοραστικής δύναμης, είναι πολύ πιθανό να πυροδοτήσουν ένα νέο κύκλο κρατικών προγραμμάτων στήριξης, παρόμοιων με αυτών που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια των lockdown.
Ήδη οι Ευρωπαίοι εξετάζουν τις επόμενες κινήσεις τους για να μπορέσουν να στηρίξουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις στην ενεργειακή καταιγίδα που έρχεται. Η απόφαση να ανασταλεί ο κανόνας μείωσης του χρέους για έναν ακόμη χρόνο δίνει στις χώρες-μέλη το πράσινο φως για να χρηματοδοτήσουν τέτοια πακέτα.
Την ερχόμενη Πέμπτη συνεδριάζει η ΕΚΤ και μετά τις τελευταίες εξελίξεις αποκλείεται κάθε ενδεχόμενο αναφοράς σε αύξηση των επιτοκίων, όταν πριν την ρωσική εισβολή ήταν δεδομένο ότι οδεύαμε σε επιτάχυνση της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής.
Οι χώρες της ΕΕ θα είναι αυτές που θα πληγούν περισσότερο από τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας και γενικότερα από τις εξελίξεις στην Ουκρανία. Η Ευρώπη προμηθεύεται σχεδόν το 40% του φυσικού αερίου και το 25% του πετρελαίου που καταναλώνει από τη Ρωσία.
Το κόστος του ρεύματος και της θέρμανσης αυξάνεται κατακόρυφα και αναμένεται να δούμε και νέες μεγάλες αυξήσεις στα τρόφιμα. Έχουμε ξαναπεί ότι η αγορά της Ρωσίας θεωρείται κάτι σαν το «σούπερ μάρκετ» του πλανήτη, ενώ μαζί Ρωσία και Ουκρανία καλύπτουν περίπου το 25% των παγκόσμιων εξαγωγών σιτηρών.
Από κει και πέρα, είναι πολύ φυσιολογικό να υπάρξουν σοβαρά προβλήματα στην προμήθεια ενέργειας και τροφίμων, σε μία περίοδο που η παγκόσμια οικονομία προσπαθούσε να βρει τα πατήματά της μετά την κρίση της πανδημίας. Δυστυχώς, είναι πολύ πιθανό στην Ευρώπη να γίνουν ακόμη περισσότερο αισθητές οι οικονομικές επιπτώσεις της σημερινής κρίσης τον επόμενο χειμώνα, όταν οι τιμές θα είναι ήδη αυξημένες πριν αρχίσουν οι ανάγκες θέρμανσης.
Σημαντικά προβλήματα υπάρχουν και στα μέταλλα και κυρίως στο παλλάδιο, στο αλουμίνιο και στο νικέλιο. Προβλήματα που διαταράσσουν τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες και έρχονται να προστεθούν στο ήδη δυσμενές κλίμα λόγω της τεράστιας έλλειψης ημιαγωγών.
Τέλος, ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ο στασιμοπληθωρισμός. Το εν λόγω σενάριο θέλει την οικονομία να επηρεάζεται αρνητικά σε τέτοιο βαθμό που θα εμφανίζει για καιρό χαμηλή ανάπτυξη σε περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού. Και βέβαια σε μία τέτοια περίπτωση είναι πιθανό να ακολουθήσει μια νέα ύφεση μέχρι να υποχωρήσουν σημαντικά οι τιμές και ξεκινήσει ένας νέο κύκλος.