Επενδύσεις, μια λέξη μαγική για κάθε ελληνική κυβέρνηση, κλειδί για κάθε success story, κεντροδεξιό, κεντροαριστερό ή αριστερό. Η χώρα τις χρειάζεται όπως ο άρρωστος τη θεραπεία του. Δίχως αυτές η Ελλάδα δεν πρόκειται να βγει ποτέ από τη στασιμομιζέρια της.
Το πρόβλημα όμως είναι ότι οι επενδύσεις δεν είναι παραγγελία από delivery. Οι επενδυτές δεν έρχονται με ένα τηλεφώνημα, παρά εφόσον πεισθούν ότι θα βγάλουν κέρδος, ότι δεν υφίσταται πλέον πολιτικό και οικονομικό ρίσκο, πως η φορολογία είναι ευνοϊκή και δεν θα αλλάξει του χρόνου, ότι η νομοθεσία τους προστατεύει από αυθαιρεσίες, η χώρα σέβεται τις συμφωνίες που συνάπτει. Ακόμη και αύριο να συμβούν όλ'' αυτά, και πάλι οι επενδυτές δεν θα έρθουν αμέσως, θέλουν χρόνο για να πεισθούν.
Επομένως ; Επομένως ακόμη και αν η κυβέρνηση καταφέρει να κλείσει αυτή την αέναη διαπραγμάτευση με τους δανειστές, ο φόβος είναι μη τυχόν το τρενάκι της ανάπτυξης δεν εμφανιστεί τελικά στην ώρα του στην αποβάθρα. Μη τυχόν η δυναμική της οικονομίας, υπό το βάρος υφεσιακών μέτρων ύψους 5,4 δισ. ευρώ και εν μέσω μιας προβληματικής διεθνούς συγκυρίας, δεν θα είναι πλέον τέτοια ώστε να βγάλει τη χώρα από το βάλτο.
Διότι όσο περνούν οι μήνες, τόσο μεγαλώνει ο λογαριασμός, τόσο καταναλώνουμε και το τελευταίο από το λίπος που έχει απομείνει. Ποιος ξέρει, μπορεί τα 100 δισ. ευρώ επενδύσεων που κατά τον ΣΕΒ πρέπει να προσελκύσει η χώρα έως το 2022, προκειμένου να αντισταθμίσει την αποεπένδυση που έχει υποστεί από το 2008, τώρα να έχουν αυξηθεί.
Το πιθανότερο σενάριο είναι πως η κυβέρνηση θα περάσει την αξιολόγηση, αλλά όχι τον πραγματικό κάβο, κάποιες μεταρρυθμίσεις θα γίνουν, άλλες όμως όχι, και τα πάντα θα συνεχίσουν να κινούνται αργά, εκτός από τα υφεσιακά μέτρα που θα πλήξουν γερά την ελληνική οικονομία.
Το ενδιαφέρον των ξένων κεφαλαίων για επενδύσεις στην Ελλάδα θα αναθερμανθεί καθώς η χώρα θεωρείται σημαντικός επενδυτικός προορισμός σε τομείς, όπως ο τουρισμός, οι μεταφορές, η ενέργεια. Αλλά ο χρόνος κατά τον οποίο θα δρομολογηθούν μαζικές επενδυτικές πρωτοβουλίες θα παραμείνει το ζητούμενο. Μπορεί αυτό να γίνει από το φθινόπωρο, μπορεί στις αρχές του 2017, μπορεί και προς το τέλος του.
Διότι η απουσία αναπτυξιακού σχεδίου και το νέο κύμα μέτρων που θα χτυπήσει την οικονομία, θα ανατρέψουν το χρονοδιάγραμμα στο οποίο είχαν ποντάρει η κυβέρνηση για τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος αλλά και οι ξένοι επενδυτές για την υλοποίηση των σχεδίων τους.
Όσο για τον Σκουρλέτη ή το διάδοχό του θα συνεχίσουν να τα βάζουν με το Πιτσιόρλα ή τον διάδοχό του στο τιμόνι του ΤΑΙΠΕΔ. Ο Δρίτσας, ο Σπίρτζης ή αυτοί που θα τους διαδεχθούν, με το ένα χέρι θα υπογράφουν, και με το άλλο θα επιχειρούν να σβήσουν την υπογραφή τους. Και ο Αλέξης Τσίπρας θα επιχειρεί να κόψει τη κορδέλα του δικού του success story μέσα από ένα ιδιότυπο επενδυτικό τανγκό που ο ίδιος γνωρίζει καλά (ένα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω).
Σε αυτό πάντα το σενάριο, που μακάρι να μην επαληθευτεί, το άλμα στον τομέα των επενδύσεων δεν θα γίνει. Διότι δεν υπάρχει ένα αναπτυξιακό σχέδιο, ένα βιώσιμο πρόγραμμα, ούτε καν ο στόχος της γρήγορης εφαρμογής του μνημονίου με σκοπό την έξοδό του από αυτό. Δίχως μια τρελή αύξηση στο ρυθμό ξένων επενδύσεων, δηλαδή μαζική εισροή εισαγόμενου κεφάλαιου, και μια επίσης τρελή αύξηση στο ρυθμό αύξησης των ελληνικών εξαγωγών (όπως π.χ. έκανε στα χρόνια του δικού της μνημονίου η Ιρλανδία), πρωτογενές πλεόνασμα 6,5 δισ. ευρώ δεν επιτυγχάνεται. Τόσος είναι ο στόχος για το 2018 (3,5% του ΑΕΠ). Υπό αυτό το πρίσμα, σε ένα χρόνο από σήμερα θα συνεχίζουμε να τρώμε από τα έτοιμα, θα πουλάμε μαζικά κρατικές επιχειρήσεις και θα βάζουμε νέους φόρους.
Στην Ευρώπη γνωρίζουν το σενάριο αυτό, αλλά δεν θέλουν να ασχολούνται άλλο με την ελληνική υπόθεση. Τους αρκεί να υπάρχει μια κυβέρνηση να εφαρμόζει τις όποιες συμφωνίες, δεν τους νοιάζει αν βγαίνουν τα νούμερα. Αυτός είναι άλλωστε κι ο λόγος που η κυβέρνηση καλείται να λάβει μέτρα- ρεζέρβα ύψους 3,6 δισ. ευρώ στο πλαίσιο της τρέχουσας αξιολόγησης των 5,4 δισ. ευρώ.
Γ.Φ.