Του Βασίλη Γεώργα
Από την πρόβλεψη του Ευκλείδη Τσακαλώτου ότι «αν φτάσουμε στον Ιούνιο καήκαμε», μέχρι την ίδια τη φωτιά την οποία απειλεί να ανάψουν οι διαφαινόμενες επιπλοκές στις διαπραγματεύσεις από την οποία ήδη προέκυψε ένα δυσβάσταχτο φορολογικό και ασφαλιστικό πακέτο για εργαζόμενους και μελλοντικούς συνταξιούχους, μας χωρίζει ένας απρόβλεπτος μήνας όπου πολλά μπορεί να συμβούν και στην οικονομική και την πολιτική σκηνή.
Σε αυτό το διάστημα είναι πλέον σαφές πλέον ότι η Ελλάδα θα πιεστεί αφόρητα από όλες τις πλευρές και ειδικά τη γερμανική κυβέρνηση και το ΔΝΤ, να εξειδικεύσει και να ψηφίσει άμεσα με αντάλλαγμα την συζήτηση για το χρέος και την εκταμίευση της δόσης, ένα απροσδόκητα μεγάλο πακέτο πρόσθετων δημοσιονομικών και διαρθρωτικών παρεμβάσεων τα οποία «παρεισέφρησαν» μετά την Ουάσιγκτον στην τρέχουσα αξιολόγηση.
Μέτρα τα οποία ενώ προβλέπονταν εν είδει «σταθεροποιητών» στο υπογεγραμμένο μνημόνιο, κανείς μέχρι την περασμένη εβδομάδα δεν συζητούσε ή δεν ανέμενε ότι θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε πρόβλημα μεγαλύτερο από εκείνο που ήδη δημιουργούν οι ήδη υπάρχουσες διαφωνίες κυβέρνησης – δανειστών στο ασφαλιστικό, το φορολογικό, τα κόκκινα δάνεια και το ταμείο αξιοποίησης δημόσιας περιουσίας.
Μέχρι αυτή τη στιγμή κανείς δεν γνωρίζει που τελειώνει το «θέατρο» και που αρχίζει η πραγματικότητα σε ότι αφορά την ανάγκη λήψης πρόσθετων μέτρων ή το είδος και την έκταση αυτών, για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Γι' αυτό μέχρι να ολοκληρωθεί το Eurogroup της Παρασκευής στο Άμστερνταμ, κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να δώσει σαφές στίγμα ή χρονοδιάγραμμα, αλλά όλοι εύχονται να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις σε χρόνο που θα επιτρέψει την εκταμίευση της δόσης πριν η απειλή ενός πιστωτικού γεγονότος επιστρέψει τον Ιούλιο. Η αυριανή σύνοδος των υπουργών Οικονομικών αναμένεται ότι θα είναι καθοριστική για τη συνέχεια των συζητήσεων ακόμη και αν δεν ανακοινωθούν αποφάσεις καθώς εκεί θα αναλυθούν περαιτέρω οι κατευθύνσεις που ελήφθησαν στο παρασκήνιο της εαρινής συνόδου του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον την περασμένη εβδομάδα. Με βάση αυτές, το θετικό σενάριο θέλει είτε την επιστροφή των δανειστών πίσω στην Αθήνα ώστε να κλείσουν και οι τυχόν τελευταίες εκκρεμότητες
Έκτοτε, πίσω από τις κουρτίνες συνεχίζει να διεξάγεται ένας σκληρός πόλεμος εντυπώσεων αλλά και πολιτικής ουσίας , κυρίως μεταξύ των ίδιων των δανειστών της χώρας και των θεσμών που είναι υπεύθυνοι για το πρόγραμμα και την αξιολόγησή του, οι οποίοι τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, εμφανίζονται να έχουν πολύ μεγάλες διαφορές στην προσέγγιση του ελληνικού, και κατ' επέκταση του ευρωπαϊκού προβλήματος. Στην ευρύτερη συζήτηση για την Ελλάδα έχουν τεθεί ευθέως θέματα όπως η αξιοπιστία των στοιχείων της Eurostat, ο ρόλος του ΔΝΤ στα ευρωπαϊκά πράγματα, ο χρόνος λήψης αποφάσεων και οι μέθοδοι διαχείρισης για το ελληνικό χρέος, ακόμη και η συνολική συζήτηση που διεξάγεται στον απόηχο της κόντρας μεταξύ της γερμανικής κυβέρνησης και της ΕΚΤ για την «χαλαρή» νομισματική πολιτική στην ευρωζώνη.
Οι διαμετρικά αντίθετες δημόσιες τοποθετήσεις αφενός από τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Jean Claude Juncker, και αφετέρου από τον επικεφαλής του EuroWorkingGroup Thomas Wieser ανέδειξαν για μια ακόμη φορά τις διαφορές και περιέπλεξαν πολύ περισσότερο την ήδη σύνθετη υπόθεση τόσο για το περιεχόμενο, όσο και για την πρόοδο αλλά και για την πιθανή κατάληξη των συζητήσεων που διεξάγονται αυτές τις μέρες.
Ο πρώτος (Juncker) διεμήνυσε χθες πως κατά την Ε.Ε δεν απαιτούνται πρόσθετα μέτρα για να επιτευχθεί ο στόχος του προγράμματος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% το 2018, ενώ ο δεύτερος (Wieser) φέρεται να είναι εκείνους που εξυπηρετώντας τον σχεδιασμό εμπνεύσεως Schaeuble, δήλωσε ότι τα επιπλέον μέτρα αξίας 3 δις ευρώ θα πρέπει να νομοθετηθούν σε αυτή τη φάση της διαπραγμάτευσης με ανοιχτή ημερομηνία εφαρμογής τους, και προέβλεψε ότι οι οποιαδήποτε εκταμίευση θα γίνει αφού υπάρξει πλήρης συμφωνία με το ΔΝΤ και σε διάστημα που προσδιόρισε σε τουλάχιστον τέσσερις εβδομάδες από σήμερα. Την ίδια στιγμή πηγές εκ μέρους του ευρωπαϊκού σκέλους των θεσμών παραδέχονταν χθες ότι όλη αυτή η διελκυστίνδα μεταξύ ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, ΔΝΤ και Ελλάδας, είναι πιθανό να προκαλέσει νέες καθυστερήσεις.
Από την πλευρά της η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει ανοίξει, τουλάχιστον επισήμως τα χαρτιά της για το αν και τι είναι αυτό που τελικά είναι πρόθυμη να διαπραγματευτεί πέραν του αρχικού πακέτου μέτρων της αξιολόγησης . Είναι προφανές, όμως πως συμμετέχει στο παιχνίδι στρατηγικής με στόχο να αποτρέψει το σενάριο λήψης επιπρόσθετων μέτρων και χρονικής και ποσοτικής διεύρυνσης της διαπραγμάτευσης. Η κατάθεση του ασφαλιστικού νομοσχεδίου σήμερα στη Βουλή με την επισήμανση Κατρούγκαλου ότι «δεν χρειάζονται οι ψήφοι της αντιπολίτευσης για να ψηφιστεί», αλλά και η προσπάθεια περαιτέρω σύγκλισης στο θέμα του αφορολογήτου, των έμμεσων φόρων και των κόκκινων δανείων χθες βράδυ στις συζητήσεις με τους εκπροσώπους των δανειστών, δείχνουν ότι η κυβέρνηση ποντάρει στο θετικό σενάριο ότι η αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
Την πρώτη μέρα μετά την επιστροφή από την Ουάσιγκτον το υπουργείο Οικονομικών εμφανίζονταν πρόθυμο να μπει στη συζήτηση των πρόσθετων μέτρων υπό τον όρο της έναρξης των συζητήσεων για μείωση του χρέους. Την επόμενη η κυβέρνηση επίσημα είπε ότι δεν διαπραγματεύεται άλλα μέτρα, ενώ χθες κυβερνητικά στελέχη στον απόηχο και της ανάγκης να διαχειριστούν πολιτικά όχι μόνο την προοπτική νομοθέτησης νέων παρεμβάσεων, αλλά κυρίως των ήδη προαποφασισμένων φορολογικών μέτρων που ήδη προκαλούν σφοδρές αντιδράσεις, άφηναν να εννοηθεί ότι η συγκεκριμένη συζήτηση δεν θα αποφευχθεί αλλά δεν είναι σίγουρο με ποιο τρόπο θα ολοκληρωθεί.