Του Προκόπη Χατζηνικολάου
Έντονο προβληματισμό στην κυβέρνηση προκαλεί η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών, καθώς ενδεχόμενη μείωσή τους στα σημερινά χαμηλά επίπεδα των εμπορικών τιμών μπορεί να «χτυπήσει» την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών. Όπως αναφέρουν στελέχη της αγοράς, εφόσον οι αξίες των ακινήτων μειωθούν κατά 40-50%, τα πιστωτικά ιδρύματα θα υποστούν απώλειες και θα πρέπει να προχωρήσουν σε αντίστοιχη αύξηση των εγγυήσεων.
Αυτό θα συμβεί διότι τα στεγαστικά δάνεια είναι ενυπόθηκα κάτι που σημαίνει ότι για το ποσό του δανείου που χορηγεί η τράπεζα, υποθηκεύεται το ακίνητο ως εγγύηση για την τράπεζα. Στην περίπτωση που μειωθεί η αξία των ακινήτων θα μειωθεί και η αξία των εγγυήσεων με αποτέλεσμα οι τράπεζες να βρεθούν υπό την πίεση αναπλήρωσης των απωλειών. Δηλαδή οι τράπεζες θα πρέπει να καλύψουν με πρόσθετες εγγυήσεις τη μείωση που θα προκαλέσει η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών. Αυτο βέβαια σε κάθε περίπτωση θα αποφασισθεί από τις εποπτικές αρχές και συγκεκριμένα από την Τράπεζα της Ελλάδας.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΤτΕ, το ύψος των στεγαστικών δανείων ανέρχεται σε 59,44 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 42% ή 25,4 δισ. ευρώ είναι σε καθυστέρηση και τα υπόλοιπα 34 δισ. ευρώ εξυπηρετούνται κανονικά.
Το πρόβλημα που μπορεί να δημιουργηθεί ανησυχεί έντονα το οικονομικό επιτελείο που λίγο πριν την αξιολόγηση δεν θα ήθελε επ' ουδενί να ανοίξει θέματα που να αγγίζουν το τραπεζικό σύστημα, τη στιγμή μάλιστα που το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο τις έχει βάλει στο στόχαστρο της. Δηλαδή, το Ταμείο κάθε τρεις και λίγο αναφέρει ως εξαιρετικά πιθανό το ενδεχόμενο να χρειασθούν πρόσθετες κεφαλαιακές καλύψεις.
Με τα δεδομένα αυτά, σε συνδυασμό με την αδυναμία της επιτροπής να καθορίσεις νέες αντικειμενικές αξίες, εξαιτίας των λιγοστών αγοραπωλησιών, αλλά και των «αναγκαστικών» πωλήσεων λόγω χρεών σε πολύ χαμηλές τιμές, η εξίσωση των αντικειμενικών αξιών μπορεί να πάει πιο πίσω παρά τη δέσμευση της χώρας ότι θα τεθούν σε ισχύ από τον Ιανουάριο του 2018.
Ενδεχομένως σύμμαχος της κυβέρνησης να αποτελέσουν τα στελέχη της τεχνικής βοήθεια που έχουν επιφορτιστεί με το δύσκολο έργο της αποκρυπτογράφησης της σημερινής κατάστασης στην αγορά ακινήτων και πως μπορεί να λυθεί το πρόβλημα της δημιουργίας ενός νέου συστήματος που θα εξισώνει τις αγοραίες τιμές με τις εμπορικές.
Το χειρότερο όμως για την κυβέρνηση είναι ότι οι νέες τιμές θα αποτελέσουν τη βάση για τον υπολογισμό του ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει το αποτέλεσμα να αποφέρει έσοδα στα ταμεία του δημοσίου ύψους 3,5 δισ. ευρώ περίπου. Εφόσον διατηρηθεί ο «δίκαιος» αυτό φόρος κατά κατά την κυβέρνηση, θα αυξηθούν σημαντικά οι συντελεστές έτσι ώστε το τελικό αποτέλεσμα να βγάζει 3,5 δισ. ευρώ.
Δεν αποκλείεται όμως η κυβέρνηση να προχωρήσει στη θέσπιση ενός νέου φόρου στα ακίνητα στα πρότυπα του ΦΜΑΠ. Σε αυτή την περίπτωση η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να μεταφέρει το φορολογικό βάρος στους έχοντες μεγάλη ακίνητη περιουσία, επιβαρύνοντας τους ακόμα περισσότερο συγκριτικά με σήμερα. Βέβαια, η απόφαση αυτή θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να παρουσιασθεί στους πιστωτές της χώρας πριν περάσει από τη Βουλή.