Του Γιώργου Φιντικάκη
Tο λίπος των καταθέσεων που εξομάλυνε κάπως την τελευταία χρεοκοπία της Ελλάδας, τώρα πια δεν υπάρχει. Ούτε η ανταγωνιστικότητα, οι επενδύσεις, και η απασχόληση, βρίσκονται σε καλύτερα επίπεδα απ' ότι το 2008. Χαμηλότερα είναι.
Χειρότερα απ' ότι πριν μια δεκαετία είναι και το Δημόσιο, η βασική αιτία για την οποία μπήκαμε στα μνημόνια. Όχι μόνο παραμένει ο μεγάλος ασθενής, αλλά κρατά ακόμη όμηρο τον ιδιωτικό.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ιστορία με το μαξιλάρι. Αν το Δημόσιο αρχίσει να το ροκανίζει, θα υπονομεύσει όχι μόνο το δικό του παρόν και μέλλον, αλλά και αυτό του ιδιωτικού τομέα.
Όχι μόνο θα βρεθεί αντιμέτωπο το ίδιο με ακόμη υψηλότερα επιτόκια, όταν και όποτε αναγκαστεί να βγει στις αγορές, αλλά και θα επιδεινώσει το κόστος δανεισμού για επιχειρήσεις και τράπεζες.
Ειδικά οι τελευταίες είναι σε πολύ χειρότερη θέση απ' ότι το 2008. Τα κόκκινα δάνεια υποχωρούν αλλά οι στόχοι προσεχώς αγρεύουν, ενώ η κερδοφορία συνεχίζει να πονοκεφαλιάζει τις διοικήσεις τους. Το στοίχημα είναι αν θα καταφέρουν να πουλήσουν εγκαίρως και σε ικανοποιητικές τιμές πακέτα δανείων για να πιάσουν τους στόχους και να αποφύγουν μια νέα ανακεφαλαιοποίηση στο μέλλον. Αν η κυβέρνηση συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο, απομακρύνοντας τη χώρα από τις αγορές, εκφράζονται σοβαροί φόβοι ότι οι τιμές που θα δώσουν οι ξένοι διαχειριστές για τα κόκκινα δάνεια θα είναι πολύ χαμηλές.
Χωρίς όμως εγχώριες τράπεζες, κανείς δεν πρόκειται να χρηματοδοτήσει επενδύσεις. Αλλά ακόμη και αυτός που θέλει να επενδύσει στην Ελλάδα, βλέπει ότι τα θηριώδη πλεονάσματα προέρχονται από την υπερφορολόγηση των αποταμιεύσεων. Τα υπόλοιπά τους έχουν εξαντληθεί. Χωρίς αποταμιεύσεις, κανείς δεν καταναλώνει, και σε χώρα δίχως ισχυρή κατανάλωση, ποιό το νόημα να επενδύσει κάποιος σε αυτήν.
Δίχως επενδύσεις δεν θα αυξηθεί ποτέ η απασχόληση. Η μείωση της ανεργίας θα παραμείνει το μεγαλύτερο «Fake news» της 10ετίας. Διότι ο πόλεμος εναντίον της γίνεται με μηνιάτικα των 300 ευρώ αποτέλεσμα των ευέλικτων μορφών. Όταν αυτά που εισπράττει κανείς δεν επαρκούν για να ζήσει, δεν υπάρχει περίπτωση να ξοδέψει, γι' αυτό και η κατανάλωση είναι σχεδόν μηδενική.
Χωρίς επενδύσεις και κατανάλωση, η ανάπτυξη θα συνεχίσει να βασίζεται σε τουρισμό και εξαγωγές. Οι οικονομίες όμως των κύριων εμπορικών μας εταίρων είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν σύντομα σοβαρές δυσκολίες. Τότε, οι δύο μοναδικοί πυλώνες της ελληνικής ανάπτυξης θα πληγούν. Έχει πολλούς λόγους για να κατεβάσει ταχύτητα η Ευρωζώνη: Εμπορικός πόλεμος, Ιταλία, και κυρίως αύξηση του κόστους δανεισμού, (το Δεκέμβριο η ποσοτική χαλάρωση τελειώνει), γεγονός που θα επηρεάσει επιτόκια πιστωτικών καρτών αλλά και δανείων.
Στην εσχάτη, οι πολίτες θα σφίξουν κι άλλο το ζωνάρι, μειώνοντας τις δαπάνες τους, έτσι όμως θα καταλήξουν ακόμη λιγότερα χρήματα στα ταμεία των επιχειρήσεων, που εκτός από αύξηση του κόστους, θα βρεθούν αντιμέτωπες και με μείωση εσόδων. Το πιθανότερο είναι ότι η ανεργία δεν θα μειωθεί.
Αυτή είναι η πραγματικότητα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει προσεχώς η ελληνική οικονομία. Τα τελευταία χρόνια κάθε φορά που τα εισοδήματα δεν επαρκούσαν, οι Έλληνες έβαζαν χέρι στις καταθέσεις για να πληρώσουν τους φόρους τους. Τώρα αυτές τελειώνουν.
Το ιδιωτικό χρέος έχει ήδη ξεπεράσει τα 200 δισ, πάνω από το 113% του ΑΕΠ. Το ερώτημα είναι μέχρι που θα φτάσει.