Του Προκόπη Χατζηνικολάου
Το ελληνικό δημόσιο διεκδικεί σθεναρά τον τίτλο του μπαταχτσή, καθώς «ξεχνάει» να πληρώσει τις επιχειρήσεις με τις οποίες συνεργάζεται ή προμηθεύουν νοσοκομεία και άλλους φορείς του δημοσίου. Αυτό διαπιστώνει η Κομισιόν, η οποία αφενός εγκαλεί την Ελλάδα να τηρήσει τη κοινοτική οδηγία για εξόφληση εντός 30 ημερών των επιχειρήσεων ή το αργότερο και σε εξαιρετικές περιπτώσεις σε διάστημα 60 ημερών και μάλιστα εντόκως με επιτόκιο άνω του 8%, αφετέρου ζητάει εξηγήσεις για το ισχύον νομοθετικό που ισχύει στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο χρόνος αποπληρωμής των οφειλών του Δημοσίου προς τους ιδιώτες ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 115 ημέρες έναντι 49 το 2015. Φυσικά υπάρχουν και περιπτώσεις, όπου οι αποπληρωμές μπορούν να γίνουν μετά από 500 ημέρες, δηλαδή μετά από ενάμιση χρόνο.
Η εξέλιξη αυτή είναι και ο σημαντικότερος λόγος που αυξάνονται τα λουκέτα σε επιχειρήσεις ή διαφορετικά ένας από τους σημαντικότερους λόγους οικονομικής ασφυξίας των επιχειρήσεων, κυρίως των μικρομεσαίων.
Όπως αναφέρεται στο έγγραφο της Κομισιόν οι πληρωμές στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ οικονομικών φορέων ή μεταξύ οικονομικών φορέων και δημόσιων αρχών πραγματοποιούνται συχνά αργότερα από ό,τι έχει συμφωνηθεί. Επιπλέον, τα δικαιώματα πληρωμής παραβιάζονται περαιτέρω σε ορισμένες περιπτώσεις, καθώς για την καταβολή της πληρωμής ο επιχειρηματίας υποχρεώνεται να αποδεχτεί εκ των προτέρων όρους, παραδείγματος χάριν, ότι παραιτείται της καταβολής τόκων υπερημερίας και άλλης αποζημίωσης για τις δαπάνες είσπραξης των οφειλών. Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ), οι οποίες δεν έχουν την ίδια οικονομική ισχύ με τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, είναι περισσότερο ευάλωτες στις επιπτώσεις των καθυστερήσεων πληρωμών, ιδίως σε καιρούς οικονομικής ύφεσης.
Σύμφωνα με την οδηγία οι δημόσιες αρχές πρέπει πλέον να πληρώνουν για τα αγαθά και τις υπηρεσίες που προμηθεύονται εντός 30 ημερών ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εντός 60 ημερών. Στην περίπτωση πληρωμών που πραγματοποιούνται αργότερα από ό,τι έχει συμφωνηθεί, οι πιστωτές δικαιούνται αυτομάτως τόκους υπερημερίας (με επιτόκιο τουλάχιστον 8% πάνω από το επιτόκιο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας) και τουλάχιστον 40 ευρώ ως αποζημίωση για κάθε μη εξοφληθέν τιμολόγιο, καθώς και όλες τις άλλες δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκαν ως έξοδα είσπραξης των οφειλών.
Το θετικό για τις επιχειρήσεις είναι ότι το τελευταίο διάστημα απαιτούν προεξόφληση των παραγγελιών, καθώς γνωρίζουν ότι μπορούν να περιμένουν στην ουρά για αρκετούς μήνες διάστημα στο οποίο ενδεχομένως να αναγκασθούν να προχωρήσουν σε διακοπή εργασιών. Για παράδειγμα μία ελληνική εταιρία, η οποία είναι αντιπρόσωπος μηχανημάτων μεγάλης πολυεθνικής του εξωτερικού εταιρίας, αναγκάζεται να αποπληρώνει με την παραγγελία το μηχάνημα το οποίο θα προμηθευτεί για λογαριασμό ενός νοσοκομείου. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να έχει ρευστότητα για να μπορέσει να προχωρήσει στην αγορά του μηχανήματος. Ωστόσο το ελληνικό δημόσιο θα τον αποπληρώσει μετά από τρεις-τέσσερις μήνες στην καλύτερη περίπτωση και μάλιστα χωρίς τα επιτόκια που προβλέπουν οι κοινοτικές οδηγίες.