Η κατηφόρα ξεκίνησε στην Ευρώπη. Η ραγδαία επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών εξαιτίας της πανδημίας αναγκάζει τους οίκους αξιολόγησης να κάνουν πράξη τις προειδοποιήσεις στις οποίες προχώρησαν την περασμένη άνοιξη, όταν προσπαθούσαν να υπολογίσουν τον αντίκτυπο των lockdown. Η Γαλλία δεν απολαμβάνει πλέον την κορυφαία αξιολόγηση «ΑΑΑ» και η Μ. Βρετανία υποχώρησε δύο σκαλοπάτια χαμηλότερα.
Πρόκειται για δύο ιδιαίτερα αρνητικές εξελίξεις που σημειώθηκαν την περασμένη Παρασκευή και υποδεικνύουν ότι επέρχεται μεγάλη αλλαγή στο πως αξιολογούν οι ειδικοί το μέγεθος της οικονομικής καταστροφής που συντελείται. Καταδεικνύουν, επίσης, έστω έμμεσα, την αδυναμία των κορυφαίων ηγετών του πλανήτη να συνεργαστούν και να βρουν οικονομικά βιώσιμες λύσεις απέναντι σε έναν κοινό για όλους εχθρό.
Την Παρασκευή, λοιπόν, είχαμε διπλή υποβάθμιση στην Ευρώπη, της Γαλλίας σε «ΑΑ» (high) από την DBRS Morningstar και της Μ. Βρετανίας σε «Αα3» από τη Moody’ s. Η γαλλική οικονομία, μάλιστα, έπεσε για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία από το ανώτατο βάθρο των αξιολογήσεων καθώς πλέον δεν βαθμολογείται από κανέναν από τους τέσσερις μεγάλους οίκους με την κορυφαία βαθμίδα «ΑΑΑ».
Βέβαια, στην εποχή του covid-19 οι αξιολογήσεις λίγη σημασία έχουν αφού την ώρα που η Γαλλία χάνει το «ΑΑΑ», μπορεί να δανειστεί από τις αγορές με αρνητικό επιτόκιο, με την απόδοση του 10ετούς ομολόγου να διαμορφώνεται στο -0,351% κοντά σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο. Την ίδια ώρα, όμως, οι υποβαθμίσεις έχουν νόημα γιατί αντανακλούν τις ανησυχίες για την κατάσταση στην οποία θα βρίσκονται οι οικονομίες μετά την πανδημία, κυρίως λόγω των αυξημένων κρατικών χρεών και της κακής δημοσιονομικής θέσης.
Η επιδείνωση των συνθηκών και τα ήδη αυστηρά περιοριστικά μέτρα που εφαρμόζονται σε Γαλλία και Μ. Βρετανία χωρίς να έχουμε μπει στην καρδιά του χειμώνα, κάνουν τους αναλυτές να πιστεύουν ότι μέσα στην επόμενη τριετία τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολα για όλους. Η αύξηση των κρατικών χρεών και η πρωτοφανούς σφοδρότητας διόγκωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων δημιουργούν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ που δεν συνάδει με την αξιολόγηση «ΑΑΑ».
Moody’ s και DBRS τονίζουν ότι η πανδημία επιτάχυνε την επιδείνωση των συνθηκών που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια σε δύο από τις σημαντικότερες οικονομίες του κόσμου. Έφερε, επίσης, στην επιφάνεια προβλήματα όπως η ασθενής παραγωγικότητα και οι ανεπαρκείς επιχειρηματικές επενδύσεις. Η χειρότερη ίσως πρόβλεψη είναι της DBRS, η οποία αναμένει ότι τα δημόσια οικονομικά της Γαλλίας δεν θα βελτιωθούν γρήγορα και θα χρειαστούν χρόνια, καθώς είναι άγνωστο το πως θα εξελιχθεί η ανάκαμψη.
Στη Μ. Βρετανία, ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας, Άντριου Μπέιλι, ήρθε να επιβεβαιώσει τις αδυναμίες που επισήμανε η Moody’ s, εκτιμώντας ότι στο τέλος Σεπτεμβρίου η βρετανική οικονομία έχει χάσει 10% του ΑΕΠ ή περίπου 220 δισ. στερλίνες σε σύγκριση με πέρσι. «Λειτουργούμε σε περιβάλλον πρωτοφανούς οικονομικής αβεβαιότητας, η οποία ενισχύεται περαιτέρω από την επιστροφή του covid-19 και ο κίνδυνος να δούμε ακόμα χειρότερες καταστάσεις παραμένει», είπε το Σαββατοκύριακο στο πλαίσιο διαδικτυακής εκδήλωσης του G-30.
Τον περασμένο Απρίλιο η DBRS Morningstar έριξε την πρώτη προειδοποιητική βολή, υποβαθμίζοντας τις προοπτικές της Γαλλίας σε «αρνητικές», από «σταθερές», βάζοντας ουσιαστικά τη γαλλική οικονομία στον προθάλαμο της υποβάθμισης της πιστοληπτικής της αξιολόγησης, ενώ τον Μάιο η Fitch προχώρησε στην υποβάθμιση του outlook για τη γαλλική οικονομία. Είναι η πρώτη φορά που η DBRS υποβαθμίζει τη Γαλλία, ενώ η τελευταία φορά που υποβαθμίστηκε το αξιόχρεο της Γαλλίας ήταν τον Σεπτέμβριο του 2015 από τη Moody’ s και η προηγούμενη το 2013 από την S&P.