Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Γνωρίζει κανείς ποια είναι η κατεύθυνση που ακολουθεί σήμερα η χώρα; Όχι και γι' αυτό η χώρα μας θεωρείται τριτοκοσμική σε ό,τι αφορά τις πολιτικές που προσελκύουν ξένες επενδύσεις.
Δεν υπάρχει ξεκάθαρη πολιτική καθώς αποφασίζουμε για το ποια μέτρα θα εφαρμόσουμε ανάλογα με το αν πλησιάζουν εκλογές, αν θέλουμε να περάσουμε τη μεταμνημονιακή αξιολόγηση ή αν αποσκοπούμε σε μικροκομματικά οφέλη.
Το ελληνικό δημόσιο έχει την ίδια πιστοληπτική αξιολόγηση με την Αλβανία αφού εμφανίζει τον ίδιο βαθμό εμπιστοσύνης ως προς την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική με τη γειτονική μας χώρα. Υπολείπεται δε, κατά 4 ολόκληρες βαθμίδες από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, οι οποίες βρίσκονται στην υψηλότερη κατηγορία αξιολογήσεων.
Έτσι, λοιπόν, οι επενδυτές ζητούν μια ξεκάθαρη κατεύθυνση η οποία μπορεί να προκύψει μόνο αν εξανεμιστεί ο πολιτικός κίνδυνος.
Από τη διαφορά που θα έχουν τα δύο μεγάλα κόμματα θα εξαρτηθεί το κατά πόσο η Ελλάδα θα εισέλθει σε μία περίοδο αυξημένης πολιτικής σταθερότητας με δυνατότητα να φτάσει ακόμη και να ξεχωρίζει σε ολόκληρη την Ευρώπη ή θα επανέλθει στα γνωστά λημέρια της αβεβαιότητας. Κατά συνέπεια, από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών θα κριθεί η επίδραση που θα έχει το πολιτικό ρίσκο στις αποφάσεις των ξένων επενδυτών.
Οι δηλώσεις του Αλέξη Τσίπρα για ψήφο εμπιστοσύνης φέρνουν πιο κοντά το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών, ενισχύοντας τα «πονταρίσματα» των αγορών για την επόμενη ημέρα.
Αν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το οποίο προηγείται σε όλες τις δημοσκοπήσεις, καταφέρει να εξασφαλίσει μία σημαντική διαφορά, όπως αυτή των 8,6 μονάδων που «βλέπει» το Politico, ο πολιτικός κίνδυνος θα μειωθεί. Βέβαια, το ποια διαφορά είναι ικανοποιητική για τα δύο κόμματα ή σημαντική για την επενδυτική ορατότητα, είναι κάτι που θα δούμε τη Δευτέρα από την αντίδραση των αγορών.
Αν, στον αντίποδα, ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Δημοκρατία βρεθούν σε απόσταση αναπνοής, τότε η νευρικότητα στις τάξεις των επενδυτών αναμένεται να εκτιναχθεί, καθώς θα μειωθεί η ορατότητα για το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών. Ανεξάρτητα, λοιπόν, από τις ερμηνείες που θα δώσουν στο αποτέλεσμα της κάλπης τα κόμματα, το ενδιαφέρον εστιάζεται και στην «ετυμηγορία» των επενδυτών.
Διανύουμε μία συγκυρία που η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να εξανεμίσει τον πολιτικό κίνδυνο και να κρατήσει για δεύτερη διαδοχική φορά σταθερή κυβέρνηση σε ορίζοντα τετραετίας. Και αν η πρώτη φορά, από το 2015 μέχρι σήμερα, συνοδεύθηκε από μεγάλη αβεβαιότητα και αρκετά σκαμπανεβάσματα, η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εθνικές εκλογές μπορεί να εμφανίσει μία πιο σταθερή δυναμική.
Τι περιμένουν να δουν οι επενδυτές
Τα ανοιχτά μέτωπα στην οικονομία είναι πάρα πολλά. Από το Ελληνικό και την εισροή ξένων κεφαλαίων μέχρι τα «κόκκινα» δάνεια, τη μείωση του κόστους δανεισμού για το δημόσιο και την ανάκαμψη του χρηματιστηρίου, η αγορά αναμένει ένα σήμα ξεκάθαρης κατεύθυνσης το οποίο αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει.
Αυτό που δεν θέλουν να δουν οι αγορές είναι μία κατάσταση πολιτικής αναταραχής, η οποία θα προκύψει στην περίπτωση που δεν μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση και οι ευρωεκλογές θα δώσουν μία πρώτη εικόνα.
Όμως η οικονομία δεν μπορεί να περιμένει. Μεγάλες επενδύσεις έχουν παγώσει και η πολιτική αλλαγή εκτιμάται ότι θα αναζωπυρώσει το επενδυτικό ενδιαφέρον και δεν αποκλείεται να οδηγήσει ακόμη και σε επενδυτική έκρηξη.
Μπορεί διακεκριμένοι οικονομολόγοι να θεωρούν πολύ δύσκολο για την ελληνική οικονομία να πιάσει ρυθμούς της τάξης του 4% ή 5%, όμως όλα είναι πιθανά αν αποκατασταθεί η επενδυτική εμπιστοσύνη και η επόμενη κυβέρνηση όντως εφαρμόσει φιλικές προς την επιχειρηματικότητα πολιτικές.
Σήμερα, και παρά το γεγονός ότι η οικονομία αναπτύσσεται το τοπίο είναι θολό. Από το χρηματιστήριο και τα ομόλογα μέχρι την αγορά ακινήτων αλλά κυρίως στην πραγματική οικονομία, ήτοι στην καθημερινότητα των μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων, γίνεται αντιληπτό ότι κάτι λείπει.
Διότι η ανάπτυξη του 1,9% δεν αρκεί για να αντισταθμίσει τις τρομακτικές απώλειες της σχεδόν δεκαετούς ύφεσης, ενώ το εξωτερικό περιβάλλον μυρίζει μπαρούτι και είναι πολύ πιθανό η Ελλάδα εκεί που πάει να ανακάμψει να χτυπήσει στον βράχο μιας νέας παγκόσμιας κρίσης, ή έστω μιας μεγάλης διεθνούς αναταραχής που θα μπλοκάρει τις ροές κεφαλαίων προς επενδυτικούς προορισμούς… αμφιλεγόμενων προοπτικών.
Όπου και να κοιτάξει κανείς μυρίζει μπαρούτι. Ο εμπορικός πόλεμος αποτελεί σαφέστατα τον μεγαλύτερο κίνδυνο, ενώ οι εξελίξεις στο ζήτημα του Brexit και η μεγάλη πολιτική κρίση στη Μ. Βρετανία ενισχύουν την αβεβαιότητα. Επιπρόσθετα, το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών δεν αποκλείεται να δώσει μία πρώτης τάξεως αφορμή στον Ματέο Σαλβίνι να αναβιώσει την κόντρα με τις Βρυξέλλες και στη Μαρίν Λεπέν να αυξήσει τις ήδη έντονες πιέσεις που δέχεται ο Εμανουέλ Μακρόν.