Σχέδια πώλησης των εξεδρών άντλησης πετρελαίου και φυσικού αερίου που διαθέτει στη Βόρεια Θάλασσα φέρεται να έχει η BP, η οποία υπήρξε πρωτοπόρος στην εκμετάλλευση των κοιτασμάτων της περιοχής και παράγει σήμερα τις μεγαλύτερες ποσότητες υδρογονανθράκων. Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Bloomberg, έχουν υπάρξει ήδη προκαταρκτικές συνομιλίες με επενδυτές που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και private-equity firms, χωρίς να έχουν γίνει γνωστές λεπτομέρειες.
Ωστόσο, η ίδια η εταιρεία διέψευσε ουσιαστικά τις σχετικές πληροφορίες, αναφέροντας ότι παραμένει «προσηλωμένη στη Βόρεια Θάλασσα και όλες οι φήμες περί του αντιθέτου είναι απλώς εσφαλμένες». Μάλιστα, πρόσθεσε ότι βρίσκεται σε διαδικασία εφαρμογής ενός σχεδίου που θα οδηγήσει στον διπλασιασμό της παραγωγής της στη Βόρεια Θάλασσα στα 200.000 βαρέλια ημερησίως, ενώ έκανε λόγο και για νέες επενδύσεις. Είναι δε γεγονός ότι πρόσφατα και συγκεκριμένα στα τέλη Μαΐου, η εταιρεία επανεκκίνησε την παραγωγή σε κοίτασμα αξίας 4,4 δισ. δολαρίων που βρίσκεται δυτικά των Νήσων Shetland, με τον διευθύνοντα σύμβουλό της, Bob Dudley, να κάνει λόγο για «μια από τις μεγαλύτερες επενδύσεις που έχουν γίνει πρόσφατα στο Ηνωμένο Βασίλειο».
Παρ'' όλα αυτά, η πληροφορία μοιάζει, αν μη τι άλλο, λογική. Η επί τριετία παραμoνή των τιμών του πετρελαίου σε πολύ χαμηλά επίπεδα έχουν καταστήσει οικονομικά ασύμφορη την εκμετάλλευση των πιο «δύσκολων» κοιτασμάτων, στα οποία πλέον συγκαταλέγονται και πολλά από όσα βρίσκονται κάτω από τον πυθμένα της Βόρειας Θάλασσας. Γι'' αυτό, άλλωστε, σε διαδικασία επανεξέτασης της παρουσίας τους βρίσκονται και άλλες μεγάλες πετρελαϊκές -όπως, για παράδειγμα, η Royal Dutch Shell, η οποία μείωσε κατά το ήμισυ την παραγωγή της, μετά από συμφωνία ύψους 3,8 δισ. δολαρίων την οποία συνήψε με την Chrysaor τον Ιανουάριο.
Αλλά και η ίδια η BP ήδη έχει πωλήσει μέρος των δικαιωμάτων της στο κοίτασμα Magnus στην EnQuest PLC.
Όσον αφορά στην συνολική παραγωγή στην επικράτεια του Ηνωμένου Βασιλείου στη Β. Θάλασσα, αναμένεται ότι φέτος θα αυξηθεί στα 1,87 εκατ. βαρέλια ημερησίως από τα 1,67 εκατ. πέρυσι, σταδιακά όμως και από το 2018 αναμένεται ότι θα αρχίσει να υποχωρεί.