Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Το κακό σενάριο για την ελληνική οικονομία απέχει παρασάγγας από το καλό, αφού στο πρώτο όχι μόνο δεν αποκλείεται η έξοδος της χώρας από το ευρώ αλλά θεωρείται το πιο πιθανό ενδεχόμενο, με την ακραία αβεβαιότητα και όλες τις επιπτώσεις που αυτή συνεπάγεται.
Το θετικό είναι ότι στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι αναλυτές προβλέπουν ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα κλείσει η αξιολόγηση και η χώρα θα μπει σε τροχιά σταθεροποίησης και ανάκαμψης – πάντα υπό τον κίνδυνο να υπάρξουν νέες αναταράξεις στο μέλλον. Είναι, λοιπόν, το καλό σενάριο αρκετά ευοίωνο;
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ξένων επενδυτικών οίκων και ελληνικών τραπεζών, με πιο πρόσφατες αυτές που παρουσίασε η Morgan Stanley, ο δρόμος για την επιστροφή στην κανονικότητα δεν είναι ούτε εύκολος ούτε σύντομος. Παράλληλα, οι συνεχώς αυξανόμενοι φόροι συνεχίζουν να ροκανίζουν τις καταθέσεις των πολιτών, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να παραμένουν εγκλωβισμένες σε ένα θανάσιμο σπιράλ περιορισμένης ρευστότητας και εξάρτησης από την ΕΚΤ, αν και κεφαλαιακά ενισχυμένες.
Και μπορεί η Morgan Stanley να κάνει λόγο για περιθώριο ανόδου των τραπεζικών μετοχών έως και 90%, «ποντάροντας» στην επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης που θα βελτιώσει το κόστος χρηματοδότησης για τις τράπεζες και θα ξεκλειδώσει μία σειρά θετικών εξελίξεων, όμως η ουσιαστική βελτίωση για την οικονομία θα αρχίσει να γίνεται ορατή από το 2017 και κυρίως το 2018.
Οι αναλυτές εκτιμούν, επίσης, ότι στην περίπτωση που η κυβέρνηση προχωρήσει στις μεταρρυθμίσεις θα βελτιωθούν σημαντικά τα θεμελιώδη τόσο στην οικονομία όσο και στις τράπεζες, αν και η αποκλιμάκωση της έντασης θέλει χρόνο για να αντικατοπτριστεί στην πραγματική οικονομία.
Μέχρι τότε, οι Έλληνες πολίτες θα πρέπει να σηκώσουν το βάρος των νέων μέτρων και να μάθουν να ζουν – για πολλοστή φορά - σε μία νέα πραγματικότητα, με ένα νέο φορολογικό καθεστώς, νέο ασφαλιστικό αλλά και με δεδομένη την πιθανότητα επιβολής επιπλέον μέτρων στο άμεσο μέλλον.
Το απευκταίο κακό σενάριο, κάνει λόγο για αναιμική ανάκαμψη των μακροοικονομικών μεγεθών και επιδείνωση των σχέσεων με τους δανειστές, με αποτέλεσμα οι απαιτήσεις να γίνουν ιδιαίτερα σκληρές και να αυξηθεί ο κίνδυνος εξόδου της χώρας από το ευρώ. Σε αυτή την περίπτωση όλα τα βασικά μεγέθη των τραπεζών προφανώς θα επιδεινωθούν, όμως σημειώνουν αναλυτές, αν φτάσουμε πάλι σε αυτό το σημείο μάλλον θα έχουν άλλα πράγματα προτεραιότητα…
Στο καλό σενάριο κυριαρχούν… οι φόροι
Οι νέες αυξήσεις στους φόρους εκτιμάται ότι θα αποτελέσουν τον βασικό παράγοντα που θα συγκρατήσει και φέτος τις καταθέσεις, ακόμη και στην περίπτωση που αρχίζει να ανακτάται η εμπιστοσύνη στο δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Μέχρι στιγμής μέσα στο 2016 οι καταθέσεις έχουν μειωθεί κατά 2 δισ. ευρώ, περιορίζοντας σημαντικά τις πιθανότητες για θετικό πρόσημο στο τέλος του έτους. Από το Νοέμβριο του 2014 οι καταθέσεις έχουν μειωθεί σε ποσοστό της τάξης του 25%.
Με δεδομένο ότι από την 1η Ιουλίου θα έρθουν αυξήσεις έμμεσων φόρων συνολικής επιβάρυνσης 1,8 δισ. ευρώ, θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο να δούμε αύξηση των καταθέσεων στο δεύτερο εξάμηνο.
Η ολοκλήρωση, ωστόσο, της αξιολόγησης θεωρείται το πρώτο βήμα για την εξομάλυνση των συνθηκών. Έτσι, εκτιμάται ότι οι καταθέσεις θα… πάρουν την ανιούσα μέσα στο 2017 και το 2018, με ετήσιο ρυθμό αύξησης της τάξης του 5%.
Η επιστροφή των καταθέσεων θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική καθώς μέχρι το τέλος του 2018, οι ελληνικές τράπεζες έχουν δεσμευτεί στην Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν (DGComp) να μειώσουν το λόγο δανείων προς καταθέσεις κάτω από το 115%.
Σήμερα, μόνο η Εθνική Τράπεζα έχει επιτύχει το συγκεκριμένο στόχο (90,2%). Ο λόγος δανείων προς καταθέσεις της Alpha Bank διαμορφώνεται στο 146,1%, της Eurobank στο 145,4% και της Τρ. Πειραιώς στο 131,6%.
Κέρδη έως 4 δισ. ευρώ;
Κοντά στα 4 δισ. ευρώ εκτιμώνται τα συνολικά καθαρά κέρδη που αναμένεται να καταγράψουν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες μέσα στην επόμενη διετία, στην περίπτωση που επικρατήσει το καλό σενάριο για την οικονομία.
Στο εν λόγω σενάριο, η ανάκαμψη των μακροοικονομικών μεγεθών θα είναι ταχύτερη από το αναμενόμενο (βάσει της θεωρίας του συμπιεσμένου ελατηρίου), δίνοντας τη δυνατότητα στις τράπεζες να περιορίσουν σημαντικά τις προβλέψεις.
Την ίδια ώρα, τα ελληνικά κρατικά ομόλογα θα έχουν ενταχθεί στη λίστα των επιλέξιμων τίτλων για το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οδηγώντας σε μεγάλη μείωση το κόστος κεφαλαίου, ενώ το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα συνεχίσει να συμμετέχει στο πρόγραμμα διάσωσης. Επίσης, η ταχύτερη του αναμενόμενου αύξηση του ΑΕΠ θα συνοδεύεται την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και οι τράπεζες θα μπορούν να διαχειριστούν πιο εύκολα τα «κόκκινα» δάνεια.
Σύμφωνα με την Morgan Stanley, στο τέλος του 2018 τα κέρδη της Alpha Bank τοποθετούνται στα 1,165 δισ. ευρώ, της Eurobank στα 716 δισ. ευρώ, της ΕΤΕ στα 1,020 δισ. ευρώ και της Τρ. Πειραιώς στα 940 εκατ. ευρώ.
Ακόμη, όμως, και στο καλό σενάριο οι αναλυτές «βλέπουν» τα δάνεια προς την πραγματική οικονομία να αυξάνονται μόλις κατά 0,7% - 2,1% (ανάλογα με την τράπεζα) το 2016 και έως 2,2% το 2017. Σημειώνεται ότι τα δανειακά υπόλοιπα στα τραπεζικά χαρτοφυλάκια έχουν υποχωρήσει κατά 22% σε σύγκριση με το υψηλό του 2010.