Με το ρόλο του μεγάλου «ασθενή της Ευρώπης» φλερτάρει ξανά η Γερμανία, θυμίζοντας σε αρκετούς τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Οι οικονομικές της επιδόσεις αναμένεται να πέσουν φέτος κοντά στο μηδέν, φέρνοντας την «ατμομηχανή» της Ευρώπης στην προτελευταία θέση, μπροστά μόνο από την Εσθονία. Η θεραπεία δεν θα είναι ανώδυνη ή γρήγορη. Η φθηνή ενέργεια από Ρωσία αποτελεί πλέον παρελθόν και η μεγάλη της εξάρτηση από τη μεταποίηση την καθιστά πιο ευάλωτη από κάθε άλλη ευρωπαική χώρα.
Η πανδημία και ο πόλεμος είναι τα «ατυχήματα» της ιστορίας, που κινδυνεύουν να ξαναγράψουν την ιστορία προς το χειρότερο για την «ατμομηχανή» της Ευρώπης.
Ήταν αρχές της δεκαετίας του 2000 όταν η γερμανική οικονομία αναπτύσσονταν με πολύ χαμηλούς ρυθμούς, μαστίζονταν από υψηλή ανεργία και είχε φτάσει να αποτελεί τον μεγάλο «ασθενή της Ευρώπης», με αποτέλεσμα οι υποτονικές της επιδόσεις να σέρνουν σε στασιμότητα ολόκληρη την ΕΕ. Καγκελάριος τότε, ήταν ο Γκέρχαρντ Σρέντερ, σοσιαλδημοκράτης και διάδοχος του Χέλμουτ Κολ, αρχικά αντίθετος με την ένταξη της Γερμανίας στο ευρώ.
Το Βερολίνο προσπάθησε να αντιδράσει σε εκείνη τη κρίση με τη μεταρρύθμιση των δικτύων κοινωνικής ασφάλισης, που πήρε το όνομα Hartz IV. Οι επιδοτήσεις στους ανέργους μειώθηκαν ποσοτικά και χρονικά. Η απασχόληση ανέκαμψε, η ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας επιταχύνθηκε. Και το 2003, ακριβώς λόγω της κοινωνικά δαπανηρής μεταρρύθμισης, ο Σρέντερ ζήτησε και απέκτησε από την Ευρώπη ευελιξία για το έλλειμμα. Ουσιαστικά, το πλαφόν του 3% παραβιάστηκε προσωρινά.
Ο Σρέντερ πλήρωσε ακριβά αυτή τη μεταρρύθμιση. Παρόλο που θεράπευσε τον «άρρωστο της Ευρώπης», δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την οργή της εκλογικής του βάσης. Παραιτήθηκε ένα χρόνο και λίγους μήνες μετά. Ήταν η Άνγκελα Μέρκελ που κέρδισε οριακά τις εκλογές για να παραμείνει καγκελάριος επί δεκαέξι χρόνια μέχρι και το Δεκέμβριο του 2021.
Οι μεταρρυθμίσεις των αρχών του 2000 απέδωσαν καρπούς, το ποσοστό απασχόλησης στην Γερμανία έφτασε το 76%, η χώρα ξεπέρασε γρήγορα την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008-'09, έγινε οικονομικός γίγαντας και σε πολιτικό επίεδο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στα χρόνια της κρίσης του δημοσίου χρέους.
Η εποχή Μέρκελ
Στην εποχή της Μέρκελ, η γερμανική οικονομία εξακολούθησε να αναπτύσσεται, έστω και με περιορισμένο ρυθμό, επίδοση που την έκανε να ξεχωρίζει από μια σε μεγάλο βαθμό στάσιμη Ευρώπη μετά το 2009. Το Βερολίνο έκανε πυξίδα του τη δημοσιονομική αυστηρότητα. Το γερμανικό μοντέλο αποδείχθηκε άκρως ανταγωνιστικό, κυρίως χάρη στο ευρώ και τις εξαγωγές, κάτι που ωστόσο αποδείχθηκε μια μερική αλήθεια. Πίσω από την επιτυχία της Γερμανίας υπήρξαν δύο ακόμη συστατικά: Ο χαμηλού κόστους ενεργειακός εφοδιασμός από τη Ρωσία και ένα στοίχημα σε νέες αγορές, όπως η Κίνα.
Η πανδημία και ο πόλεμος έχουν διαλύσει αυτούς τους δύο πυλώνες: Οι αλυσίδες παραγωγής αναπροσαρμόζουν τη στρατηγική τους για να ξεφύγουν από γεωπολιτικά και άλλα απρόβλεπτα γεγονότα που μπορεί να διακόψουν την κανονική τους λειτουργία. Η Ρωσία δεν αποτελεί πλέον επιλογή. Το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο πρέπει να εισάγονται από τρίτους προμηθευτές και σε πολύ υψηλότερες τιμές. Η γερμανική ιδιαιτερότητα δεν υπάρχει πλέον, τουλάχιστον όχι με θετικό τρόπο.
Ο νέος «άρρωστος» της Ευρώπης
Και κάπως έτσι, η Γερμανία φλερτάρει ξανά με το ρόλο του μεγάλου «ασθενή της Ευρωζώνης». Η θεραπεία δεν θα είναι ανώδυνη ή γρήγορη. Κι όμως, η στάση των Γερμανών δείχνει πως εξακολουθούν να πιστεύουν ότι μπορούν να εξέλθουν της τρέχουσας κρίσης με κάποια εθνική λύση, αγνοώντας την ευρωπαϊκή της διάσταση.
Το ακόμη πιο ανησυχητικό συνολικά για την Ευρώπη είναι ότι ο σκληρός άξονας της νομισματικής και δημοσιονομικής ορθοδοξίας που εκπροσωπούν ισχυρές φωνές στο Βερολίνο δεν δείχνει να κάμπτεται από την κρίση. Εν μέσω μιας ιστορικής ενεργειακής κρίσης, καθίζησης του ευρώ και απειλής με ύφεση, φωνές, όπως του Γερμανού κεντρικού τραπεζίτη, Γιοακίμ Νάγκελ, νοσταλγούν τις εποχές των μνημονίων.
Ως άλλος Γενς Βάιντμαν -του οποίου οι διαφωνίες με τον Ντράγκι έγραψαν ιστορία - ο Νάγκελ, ανέβασε πρόσφατα το θερμόμετρο όταν υποστήριξε ότι οι ευάλωτες χώρες με υψηλό κόστος δανεισμού οι οποίες θα ευνοηθούν από τον νέο μηχανισμό της ΕΚΤ για συγκράτηση των spreads θα πρέπει, ούτε λίγο ούτε πολύ, να δώσουν σκληρές εγγυήσεις. Δηλαδή να υπαχθούν σε νέα μνημόνια.
Θέσεις όπως αυτή, απειλούν ευθεως να βάλουν «φωτιά» στις σχέσεις Βορρά - Νότου και να δώσουν φτερά στον λαικισμό και τα άκρα που καραδοκούν στην Ιταλία μετά τη παραίτηση της κυβέρνησης Ντράγκι και την πορεία της χώρας προς τις πρόωρες εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου.