Για πολλά χρόνια είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε τα οικονομικά στατιστικά στοιχεία από διάφορες χώρες να συγκλίνουν μεταξύ τους, και πολλές φορές μιλούσαμε για την παγκόσμια οικονομία σαν να ήταν ένα μεγάλο σύνολο επιμέρους οικονομιών που κινούνταν σχεδόν συντονισμένα. Η τελευταία διετία έχει αλλάξει εντελώς αυτή την εικόνα, πρώτα με την πανδημία που έφερε τα πάνω κάτω με τα πολύ σκληρά περιοριστικά μέτρα και μετά με τον πόλεμο που μας αναστάτωσε ακόμα περισσότερο. Τα οικονομικά στοιχεία που ανακοινώνονται καθημερινά από διάφορες χώρες κάνουν τις διαφορές μεταξύ των διαφόρων κρατών να φαίνονται πολύ πιο καθαρά. Μόνο το τελευταίο διήμερο είχαμε νέα από την Ιαπωνία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τον Καναδά, την Κίνα, την Ρωσία και βέβαια τις ΗΠΑ.
Τα στοιχεία από την Ιαπωνία ήταν εξαιρετικά αρνητικά. Η βιομηχανική παραγωγή της χώρας τον προηγούμενο Μάιο ήταν απογοητευτική. Συγκεκριμένα, σημείωσε πτώση 7,2% από τον αμέσως προηγούμενο μήνα. Αυτή είναι η πιο αρνητική μέτρηση από τον Μάιο του 2020, όταν η πτώση είχε φτάσει στο 10,5%, αλλά τότε βέβαια είχαμε το παγκόσμιο πάγωμα της οικονομίας λόγω της πανδημίας. Αξίζει να σημειωθεί πως οι οικονομολόγοι που είχαν ερωτηθεί από το Reuters περίμεναν μία πολύ καλύτερη επίδοση, δηλαδή οριακή πτώση κατά 0,3%. Η μεγάλη πτώση εξηγείται από τις εξαιρετικά αρνητικές επιδόσεις των αυτοκινητοβιομηχανιών και των βιομηχανιών μηχανολογικού και ηλεκτρολογικού εξοπλισμού. Τα πρώτα σχόλια των οικονομολόγων μιλούν για την επίδραση των πρόσφατων lockdown στην Κίνα και για την συνέχιση των προβλημάτων των εφοδιαστικών αλυσίδων, ορισμένοι όμως αρχίζουν να επισημαίνουν πως είναι πιθανόν να έχει αρχίσει και μείωση της εσωτερικής ζήτησης, υπενθυμίζοντας ένα χρόνιο πρόβλημα της Ιαπωνικής οικονομίας. Επίσης, σίγουρα δεν βοηθά η μεγάλη αύξηση της τιμής των πρώτων υλών και των καυσίμων, καθώς η Ιαπωνία είναι ένας καθαρός εισαγωγέας.
Στον Καναδά έχουμε μία εντελώς διαφορετική εικόνα. Κανείς δεν μιλά για ύφεση, ούτε βέβαια για μείωση της βιομηχανικής παραγωγής. Ο Καναδάς τυχαίνει να είναι σημαντικός παραγωγός όλων των προϊόντων που φοβόμαστε πως θα μας λείψουν εξ αιτίας του πολέμου. Δηλαδή πετρελαίου, φυσικού αερίου, λιπασμάτων και αγροτικών προϊόντων. Η μεγάλη ζήτηση για όλα αυτά, σε συνδυασμό και με την μεγάλη αύξηση των τιμών τους, ωφελεί πάρα πολύ τις καναδικές επιχειρήσεις, τους αγρότες και την κυβέρνηση της χώρας. Έτσι, παρά την σημαντική άνοδο του πληθωρισμού και τους φόβους για επιβράδυνση της οικονομίας λόγω της ανόδου των επιτοκίων, ο Καναδάς αναμένεται να παρουσιάσει την ισχυρότερη ανάπτυξη των χωρών της ομάδας G7, με αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) κατά τουλάχιστον 3,5% για το 2022, από 4,1% που ήταν οι εκτιμήσεις πριν τον πόλεμο.
Αντίθετα, στο Ηνωμένο Βασίλειο οι εκτιμήσεις για την αύξηση του ΑΕΠ έχουν ήδη υποβαθμιστεί σημαντικά, όπως παραδέχθηκε πρόσφατα και ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, ο οποίος δήλωσε πως η οικονομική δραστηριότητα επιβραδύνεται. Έτσι, η εκτίμηση για την αύξηση του κατά 4,7% που περίμεναν οι οικονομολόγοι πριν τον πόλεμο, φαίνεται τώρα εντελώς εκτός πραγματικότητας. Την κατάσταση δεν βοηθά καθόλου και η εξαιρετικά αρνητική επίδοση της χώρας στο μέτωπο του ισοζυγίου πληρωμών, καθώς οι εισαγωγές καυσίμων στις πολύ υψηλές, λόγω πολέμου, τιμές ανέβασαν το έλλειμα στα 51,7 δισεκατομμύρια λίρες, ή 8,3% του ΑΕΠ της χώρας για το πρώτο τρίμηνο του 2022. Η επίδοση αυτή είναι η χειρότερη από το 1955 και δεν αποκλείεται να ξεπεραστεί όταν γίνουν γνωστά τα αντίστοιχα μεγέθη για το δεύτερο τρίμηνο της χρονιάς. Η πολύ σημαντική πτώση της αγγλικής λίρας υπογραμμίζει τις ανησυχίες των αγορών για τις εξελίξεις στο ισοζύγιο πληρωμών.
Στην Κίνα τώρα, τα πράγματα φαίνεται να βελτιώνονται, ύστερα από την πολύμηνη περιπέτεια των αυστηρών περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν χθες το πρωί έδειξαν πως και ο τομέας της μεταποίησης και ο τομέας των υπηρεσιών πέρασαν και πάλι σε φάση ανάπτυξης, μετά από μερικούς πολύ δύσκολους μήνες. Οι οικονομολόγοι περιμένουν περαιτέρω βελτίωση τους επόμενους μήνες, καθώς ορισμένα μέτρα στήριξης της οικονομίας που έχει λάβει η κυβέρνηση αναμένεται να βοηθήσουν την κατάσταση. Όσον αφορά τους στόχους ανάπτυξης του ΑΕΠ της χώρας για το 2022, εξακολουθούν να βρίσκονται στο 5,5%, κάπως αισιόδοξοι κατά τους περισσότερους αναλυτές, εκτός αν η κυβέρνηση χαλαρώσει γρήγορα τους περιορισμούς λόγω Covid. Ενδιαφέρον στοιχείο εδώ είναι πως από τις εκτιμήσεις σχετικά με την κινεζική οικονομία, απουσιάζουν σχεδόν ολοκληρωτικά οι αναφορές στις υψηλές τιμές των καυσίμων και τις συνέπειες του πολέμου, μέχρι τώρα τουλάχιστον.
Από την Κίνα, λογικό είναι να περάσουμε στην Ρωσία. Εκεί παρατηρούμε πως οι εκτιμήσεις για την μείωση του ΑΕΠ της χώρας για το 2022 όλο και καλυτερεύουν. Οι 15 οικονομολόγοι που ρωτήθηκαν από το Reuters προβλέπουν τώρα πως η ρωσική οικονομία θα συρρικνωθεί κατά 7,1%, ενώ τον Μάιο προέβλεπαν 7,6%. Πιο εντυπωσιακή βελτίωση βλέπουμε στις επίσημες κρατικές προβλέψεις. Ενώ τον Απρίλιο, οι προβλέψεις του υπουργείου οικονομικών μιλούσαν για συρρίκνωση κατά τουλάχιστον 12%, δύο μήνες μετά ακούμε συμβούλους του προέδρου να αναφέρονται σε συρρίκνωση κατά 5%. Βέβαια, τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα από ότι πριν την έναρξη του πολέμου, καθώς τότε οι εκτιμήσεις των αναλυτών μιλούσαν για ανάπτυξη της τάξης του 2,5% και πληθωρισμό, στο τέλος του 2022, της τάξης του 5,5%. Ο πληθωρισμός αναμένεται να φτάσει στο 14,5%, αλλά ίσως τελικά να είναι χαμηλότερος λόγω της σημαντικής ενίσχυσης του ρουβλιού. Εδώ βέβαια δεν είναι δυνατόν να μην παρατηρήσουμε πως παρά την συρρίκνωση της οικονομίας, κάποιοι δείκτες, όπως το ισοζύγιο πληρωμών, σημειώνουν εξαιρετικές επιδόσεις αφού τα έσοδα από πωλήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι ιδιαίτερα ενισχυμένα.
Δεν θα ήταν σωστό να μην αναφερθούμε στην μεγαλύτερη παγκόσμια οικονομία, αυτή των ΗΠΑ. Το πως θα εξελιχθούν τα πράγματα σε σχέση με το ΑΕΠ της χώρας είναι ένα από τα αγαπημένα «σπορ» των οικονομολόγων, των αναλυτών και των πολιτικών. Ακούγονται τόσο πολλές απόψεις που είναι αδύνατον να βγει ασφαλές συμπέρασμα. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία πως έχουν αρχίσει να φαίνονται σαφή σημάδια επιβράδυνσης της οικονομίας, πτώσης της καταναλωτικής εμπιστοσύνης και αύξησης της ανησυχίας των αξιωματούχων των επιχειρήσεων. Το αν θα φθάσουμε στην ύφεση δεν είναι, κατά την άποψή μας τουλάχιστον, το πιο σημαντικό ερώτημα. Αυτό που έχει σημασία είναι το ότι αυτή την στιγμή η τάση για την οικονομία είναι σαφώς καθοδική, καθώς λυγίζει από το βάρος του πληθωρισμού και των αυξήσεων των επιτοκίων.
Η εικόνα που περιγράψαμε παραπάνω, με ορισμένες χώρες να αντέχουν και άλλες να υποφέρουν οικονομικά, δεν είναι βέβαιο πως θα συνεχιστεί και στο δεύτερο εξάμηνο της χρονιάς. Οι εκπλήξεις και οι ανατροπές είναι στην ημερήσια διάταξη, οπότε δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τίποτα. Για παράδειγμα, η σημαντική πτώση των τιμών των βιομηχανικών μετάλλων και των αγροτικών προϊόντων, η οποία έγινε ιδιαίτερα αισθητή τις τελευταίες εβδομάδες, μπορεί να ανατρέψει την θετική εικόνα στον Καναδά, ιδίως αν αρχίσουν να πέφτουν και οι τιμές των καυσίμων. Αυτό θα είχε βέβαια θετική επίδραση στην οικονομία της Ιαπωνίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, που πιέζονται από την αναγκαστική αύξηση της αξίας των εισαγωγών τους. Αντίστοιχα, οι ελπίδες πως το ΑΕΠ της Κίνας θα ανεβεί κατά 5,5% μπορεί να αποδειχθούν φρούδες στην περίπτωση που η αμερικανική οικονομία αρχίσει να επιβραδύνεται πιο έντονα.
Σε μία τέτοια περίοδο όπως αυτή που ζούμε τώρα, οποιαδήποτε πρόβλεψη είναι παρακινδυνευμένη. Αν, ας πούμε (δεν το προβλέπουμε αυτό), ο πόλεμος τελείωνε ξαφνικά σε μερικές μέρες, ό,τι είπαμε παραπάνω θα πάψει αμέσως να έχει νόημα. Αυτό που θα συνεχίσει να έχει νόημα είναι το μάθημα που παίρνουμε από τις ανατροπές που έφεραν ο πόλεμος και ο πληθωρισμός: πως οι κίνδυνοι για την οικονομία ενός κράτους είναι τελικά πολύ μεγαλύτεροι από αυτούς που φανταζόμασταν μέχρι πρόσφατα.