Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Μπορεί οι Έλληνες τραπεζίτες να είχαν χθες διαδοχικές επαφές με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον υπουργό Οικονομικών, ενημερώνοντας την πολιτική ηγεσία για τη σταθεροποίηση των συνθηκών στον εγχώριο χρηματοπιστωτικό κλάδο, όμως τα άλυτα προβλήματα παραμένουν πολλά. Το βασικότερο από αυτά είναι τα «κόκκινα» δάνεια, καθώς ο στόχος ελάφρυνσης των τραπεζικών ισολογισμών σχετίζεται άμεσα με την ανάκαμψη της οικονομίας και την πολιτική σταθερότητα.
Η διαπραγματευτική τακτική της κυβέρνησης καταστρέφει όσα με κόπο έχουν χτιστεί τα τελευταία χρόνια και προκαλεί ασφυξία στην πραγματική οικονομία. Ήδη, θεωρείται ανέφικτος ο στόχος για ανάπτυξη 2,7% το 2017, με τις εκτιμήσεις των αναλυτών να τοποθετούν την αύξηση του ΑΕΠ μεταξύ 1%-2%. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι θα κλείσει η αξιολόγηση.
Οι τράπεζες, από την πλευρά τους, πέραν από τους γνωστούς λόγους ανησυχίας (κίνδυνος τέταρτης ανακεφαλαιοποίησης, έξαρση «κόκκινων» δανείων, συνέχιση των capital controls) που συνδέονται με την αδυναμία επίτευξης του στόχου αυτού, έχουν επιπλέον να αντιμετωπίσουν τον εποπτικό «βούρδουλα» της ΕΚΤ.
Σε αυτό το πλαίσιο, κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωπες με διοικητικές και ρυθμιστικές κυρώσεις καθώς οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι ανέφικτη, την επίτευξη του στόχου μείωσης των «κόκκινων» δανείων κατά 2,4 δισ. ευρώ έως τον Ιούνιο του 2017. Χωρίς αξιολόγηση καθυστερεί η νομοθέτηση των απαραίτητων εργαλείων και όλοι οι στόχοι πηγαίνουν πίσω.
Καθοριστικής σημασίας θεωρείται η επίσκεψη της επικεφαλής του SSM, Daniele Nouy τις επόμενες εβδομάδες. Η Γαλλίδα αξιωματούχος θα ενημερωθεί για τις εκκρεμότητες που αφορούν τον εγχώριο τραπεζικό κλάδο όπως οι στόχοι για τα «κόκκινα» δάνεια και οι διοικητικές αλλαγές, ενώ παράλληλα θα προβεί στις απαραίτητες συστάσεις για τις καθυστερήσεις που σημειώνονται.
Όπως έχει αναφέρει το liberal.gr, η αξιολόγηση των στόχων για τα «κόκκινα» δάνεια θα είναι εξαιρετικά αυστηρή σε σημείο που να απειλεί με... ποινή απόλυσης τις διοικήσεις. Διότι, στην περίπτωση που μία τράπεζα εμφανίζει αποκλίσεις στις τριμηνιαίες «εξετάσεις» και δεν προχωρά στις απαραίτητες... διορθώσεις, η εποπτική αρχή θα ζητάει την αντικατάσταση διοικητικών στελεχών.
Η επιβολή κυρώσεων και η έκταση αυτών, θα εξαρτηθεί από την «ευελιξία» που θα δείξει ο SSM, από τη στιγμή που οι στόχοι καθορίστηκαν με την παραδοχή ότι το πλαίσιο για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων θα είχε ολοκληρωθεί έως τον Δεκέμβριο του 2016. Όπως αναφέρουν τραπεζικές πηγές, ακόμη και στην περίπτωση που η κυβέρνηση κάνει στροφή 180 μοιρών και κλείσει την αξιολόγηση μέσα στο Φεβρουάριο, τα αρμόδια τμήματα των τραπεζών θα έχουν χάσει δύο ολόκληρους μήνες με αποτέλεσμα να δυσκολεύει σημαντικά η αποστολή τους, αφού πολύ δύσκολα θα προλάβουν να καλύψουν το χαμένο έδαφος.
Σύμφωνα με το τριετές πλάνο που έχουν συμφωνήσει οι τράπεζες με τον SSM, από τα 106,9 δισ. ευρώ συνολικών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) στο τέλος Σεπτεμβρίου 2016, θα πρέπει να επιτύχουν μείωση στα 105,8 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2016, στα 105,2 δισ. ευρώ τον Μάρτιο του 2017 και στα 103,4 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του ίδιου έτους. Στη συνέχεια, οι στόχοι μείωσης έχουν καθοριστεί στα 102 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2017 και στα 98,2 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους.
Πρόκειται δηλαδή για μείωση κατά 600 εκατ. ευρώ στο α'' τρίμηνο του 2017, κατά 1,8 δισ. ευρώ στο β'' τρίμηνο, κατά 1,4 δισ. ευρώ στο γ'' τρίμηνο και κατά 3,8 δισ. ευρώ στο δ'' τρίμηνο.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι λόγω των ενισχυμένων προσπαθειών αναδιάρθρωσης δανείων και της στροφής των τραπεζών προς πιο μακροπρόθεσμες λύσεις στο β'' εξάμηνο του 2016, οι τράπεζες βρίσκονται κοντά στην επίτευξη του στόχου για το α'' τρίμηνο, ωστόσο η μη ολοκλήρωση του πλαισίου διαχείρισης θέτει σημαντικά εμπόδια για τη συνέχεια.
Στην ΕΚΤ γνωρίζουν ότι με ευθύνη της κυβέρνησης οι τράπεζες δεν έχουν στα χέρια τους τα απαιτούμενα εργαλεία, όμως ο χρόνος πιέζει ασφυκτικά ενόψει των stress tests του 2018, τα οποία θα διεξαχθούν βάσει στοιχείων Δεκεμβρίου του 2017. Συνεπώς, οι τράπεζες θα πρέπει να κινηθούν ακόμη πιο επιθετικά για να μη βρεθούν προ δυσάρεστων εκπλήξεων και η ΕΚΤ θα ασκήσει πιέσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Αν, ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εξαντλήσει την αυστηρότητά της, τότε τον ερχόμενο Ιούνιο οι ελληνικές τράπεζες ενδέχεται να αναγκαστούν σε αλλαγές προσώπων και στρατηγικής.
ΕΚΤ: «Κόκκινα» 7 στα 10 ρυθμισμένα δάνεια
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η ΕΚΤ για την κατάσταση των συστημικών τραπεζών της Ευρωζώνης (στοιχεία γ'' τριμήνου 2016), οι ελληνικές τράπεζες έχουν ρυθμίσει μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ύψους 54,4 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 38,4 δισ. ευρώ – ή 70% - παραμένουν «κόκκινα», ενώ μόλις τα 16 δισ. ευρώ κατηγοριοποιούνται ως «εξυπηρετούμενα».
Όπως σημειώνουν τραπεζικά στελέχη, τα στοιχεία αυτά δείχνουν πόσο σημαντική είναι η ανάκαμψη της οικονομίας και η πολιτική σταθερότητα, αφού όσο διατηρείται η αβεβαιότητα οι ρυθμίσεις... πέφτουν στο κενό. Εξηγούν δε, ότι τα δάνεια που ρυθμίζονται πρέπει να εξυπηρετούνται κανονικά για ένα έτος, πριν εξέλθουν από την κατηγορία των NPLs.
Η Ελλάδα παραμένει «πρωταθλήτρια» στα «κόκκινα» δάνεια με ποσοστό 47,05%, με την Κύπρο να βρίσκεται στη δεύτερη θέση με 40,28%. Ακολουθεί η Πορτογαλία με 19,82% και η Ιρλανδία με 17,75%. Η Ιταλία εμφανίζει τον μεγαλύτερο όγκο μη εξυπηρετούμενων δανείων στα 270,34 δισ. ευρώ, με ποσοστό 16,24%.
Στον αντίποδα, το χαμηλότερο ποσοστό «κόκκινων» δανείων παρατηρείται στη Φινλανδία (1,49%) και στο Λουξεμβούργο (1,53%). Στη Γερμανία και στην Ολλανδία το ποσοστό των NPLs διαμορφώνεται στο 2,44%.