Του Βασίλη Γεώργα
Τα πράγματα πια δεν είναι καθόλου απλά ούτε για τη χώρα, ούτε για την κυβέρνηση που βρίσκεται στο τιμόνι. Κάθε μέρα που περνά η πίεση αυξάνει βαθμηδόν και η κατάσταση γίνεται όλο και πιο δύσκολα πολιτικά διαχειρίσιμη από όλους.
Απεδείχθη χθες από τη συνάντηση Merkel-Lagarde ότι οι δανειστές πράγματι κλωτσάνε το μπαλάκι του χρέους μήνες μακριά, κλείνουν την πόρτα για χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, ζητούν εδώ και τώρα περικοπές στις συντάξεις 1,5 εκατομμυρίων Ελλήνων, απαιτούν περισσότερο «αίμα» από τους φορολογούμενους και παρατείνουν στο άπειρο την εκκρεμότητα της ποσοτικής χαλάρωσης. Το πακέτο αυτό στο οποίο έχουν συναποφασίσει να επιμείνουν το ΔΝΤ και η ευρωζώνη, είναι όλα όσα προσπαθούσαμε να αποφύγουμε χρονοτριβώντας επί μήνες και ανεβάζοντας τον λογαριασμό. Ακόμη και αυτά τα «αντίμετρα» που τόσο διαφημίζει ότι μπορεί να εφαρμόσει η κυβέρνηση αν πετύχει υπεραπόδοση των στόχων, δεν μπορεί να είναι κοινωνικά δίκαια από τη στιγμή που στόχος θα είναι να γίνει περισσότερο «αναπτυξιακό» το μείγμα πολιτικής, αφαιρώντας βάρη από τα πλουσιότερα στρώματα και διαμοιράζοντάς τα στα χαμηλότερα.
Σε τέτοιες ασφυκτικές συνθήκες, οποιαδήποτε κυβέρνηση, πόσο μάλλον μια που αυτοπροσδιορίζεται ως «αριστερή», θα δυσκολεύονταν πολύ να οδηγήσει το καράβι σε λιγότερο ταραγμένα νερά.
Αλλά η συμμαχία των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ έχει λόγους παραπάνω να κλυδωνίζεται. Είναι σάρκα εκ της σαρκός του πάλαι ποτέ πολυσχιδούς αντιμνημονιακού μετώπου που ενώ στην πορεία επιχείρησε να κάνει βήματα συμβιβασμού, βρίσκεται τώρα μπροστά στην πρόκληση να υπογράψει επί της ουσίας ένα 4ο προκαταβολικό μνημόνιο, ακόμη σκληρότερο από το 3ο.
Αυτό είναι μια εξέλιξη που ξεπερνά πολλούς πλέον μέσα στην κυβέρνηση και στο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Ενώ μπροστά στη σκηνή παίζεται ακόμη το θέατρο του θριάμβου των «μεταρρυθμίσεων», των «αντίμετρων» με κοινωνικό πρόσημο και της «ισορροπημένης εξισορρόπησης», πίσω από τις κουρτίνες μαίνεται ένας πραγματικός πόλεμος. Είναι αυτός που οδηγεί πρωτοκλασάτα στελέχη της κυβέρνησης να δυσανασχετούν δημόσια με τις καθυστερήσεις, άλλα να απειλούν ότι θα μεταφέρουν το ελληνικό πρόβλημα στην καρδιά των γερμανικών εκλογών και θα συγκρουστούν με τους δανειστές, και άλλα να θριαμβολογούν για τη συμφωνία που βάζει τέλος στη λιτότητα…
Κάθε υποψιασμένος πολίτης μπορεί να αντιληφθεί ότι τα κοινωνικά επαχθή μέτρα που καλείται να ψηφίσει φέτος και να εφαρμόσει από του χρόνου η σημερινή κυβέρνηση μπορεί να εξελιχθούν σε Βατερλό για την οικονομία και την ίσια. Όσο κι αν η μείωση των συντάξεων και των μισθών ή η περικοπή του αφορολόγητου, ενδύονται τον μανδύα των «δημοσιονομικά ουδέτερων μεταρρυθμίσεων», δεν παύουν στο τέλος να είναι μείωση συντάξεων, μισθών και περικοπή αφορολογήτου που δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί να τις αντέξει η κυβέρνηση.
Ας μην στοιχηματίσουμε λοιπόν ότι όλες αυτές οι «παραφωνίες» από βουλευτές και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που αντιδρούν στην επερχόμενη (;) συμφωνία είναι μόνο θεατρινισμοί ή ότι τελικά τα μέτρα θα περάσουν με τόσο μεγάλη ευκολία από τη Βουλή επειδή οι 153 είναι «μπετόν αρμέ».
Υπάρχουν πολλές υποψίες και αρκετές ενδείξεις ότι ίσως τα πράγματα να μην είναι ακριβώς έτσι. Το είδαμε να συμβαίνει το 2015 όταν ένα μεγάλο μέρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ εκείνης της περιόδου αποχώρησε, και χρειάστηκε να βάλει πλάτη σύσσωμη σχεδόν η αντιπολίτευση για να γλιτώσει η χώρα την πρόσκρουση με τον τοίχο.
Αυτή τη φορά δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα συμβεί. Η εξάντληση των κοινοβουλευτικών αντοχών της κυβέρνησης προφανώς δεν είναι το πιθανότερο σενάριο δεδομένου ότι υπάρχουν τρόποι να καλυφθούν τα κενά τυχόν δυσαρεστημένων.
Το ρίσκο είναι, όμως, η κυβέρνηση να χαθεί στην προσπάθεια περιορισμού των στενά πολιτικών απωλειών στήνοντας και ξεστήνοντας σκηνικά σύγκρουσης με τους δανειστές τους επόμενους μήνες, έως ότου οδηγηθούμε στην άκρη του γκρεμού για να γίνουν βήματα πίσω.
Ένας επιπρόσθετος «άγνωστος Χ» είναι το κόμμα του Πάνου Καμμένου. Έχουν διατυπωθεί βάσιμα ερωτήματα εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ, για το αν οι αντιμνημονιακοί ΑΝΕΛ θα δεχτούν να σηκώσουν το βάρος ψήφισης των νέων μέτρων όταν ήδη όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν το κόμμα που συγκυβερνά, εκτός Βουλής αν γίνονταν τώρα εκλογές.
Η εσωκομματική αντιπολίτευση του Νίκου Φίλη και τα διαδοχικά ανοίγματα προς το ταλανιζόμενο «κέντρο», πρέπει επίσης να μας υποψιάζει. Δεν είναι σκόπιμο να αποκλείσουμε εντελώς το ενδεχόμενο να δούμε τελικά νέους παίκτες να μπαίνουν στο παιχνίδι στο πλευρό του ΣΥΡΙΖΑ. Οι διεργασίες βρίσκονται σε εξέλιξη, τα σενάρια συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ είναι νωπά, εκείνα με την «ενωτική» Ένωση Κεντρώων επίσης δεν έχουν παλιώσει τόσο, ώστε να τα ξεγράψει κανείς.
Όλα δείχνουν πως το συνταξιοδοτικό, τα εργασιακά και η αύξηση της φορολογίας θα αποτελέσουν τα επίμαχα ζητήματα του πακέτου των 3,6 δισ. ευρώ που θα κρίνουν το πώς θα γραφτεί αυτό το κεφάλαιο της ιστορίας.
Όσο κι αν μπορεί να περιμένει κανείς ότι ο επιχειρηματικός κόσμος και ένα μέρος του οικονομικού και πολιτικού συστήματος που έχει ποντάρει χρήματα και προσδοκίες στην αντιστροφή της σημερινής κατάστασης, θα παίξει τα ρέστα του για να στηρίξει το κλείσιμο της αξιολόγησης, αυτό είναι κάτι που δεν περνά απολύτως από το δικό τους χέρι.
Το μόνο σίγουρο είναι πως το πολιτικό σκηνικό, όπως και το οικονομικό, θα είναι μια κινούμενη άμμος τους επόμενους μήνες και κανείς δεν μπορεί να ξέρει με ποιο τρόπο θα τελειώσει αυτή η περιπέτεια.