Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Όλα τα μέτωπα είναι ανοιχτά και τίποτα δεν προδικάζει – τουλάχιστον στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή - ότι θα υπάρξουν οι θετικές εξελίξεις που χρειάζονται για να βγάλουν τη χώρα από το τέλμα. Εκτός από τη… συνηθισμένη πλέον συζήτηση για το χρέος, για το οποίο όλο πρόοδος υπάρχει και όλο η λύση μετατίθεται για το μέλλον, η κυβέρνηση καλείται να αντιμετωπίσει ζητήματα που ανεβάζουν το πολιτικό θερμόμετρο, παράλληλα με τις πολύ δύσκολες διαπραγματεύσεις για τα εργασιακά και τις υπόλοιπες εκκρεμότητες της δεύτερης αξιολόγησης.
Τι κι αν η πρώτη αξιολόγηση ολοκληρώθηκε, οι δόσεις εκταμιεύθηκαν και οι τράπεζες «κέρδισαν» το waiver από την ΕΚΤ; Το μεγάλο αγκάθι συνεχίζει να είναι το χρέος, για το οποίο οι Ευρωπαίοι δεν φαίνονται διατεθειμένοι να κάνουν υποχωρήσεις και το ΔΝΤ παίζει τα τελευταία του χαρτιά για να συνεχίσει να χρηματοδοτεί την Ελλάδα με τους δικούς του όρους.
Η έκβαση των διαπραγματεύσεων είναι αμφίρροπη και θα αποτελέσει μεγάλη έκπληξη αν συμφωνήσουν όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές σε μία μακροπρόθεσμη λύση. Όποια κι αν είναι η απόφαση για το χρέος, αυτή αναμένεται να ληφθεί από το νέο έτος, από τη στιγμή που εκκρεμεί η αξιολόγηση και ταυτόχρονα δύο από τους Θεσμούς (ΔΝΤ και ΕΚΤ) ετοιμάζουν τις δικές τους αναλύσεις για τη βιωσιμότητά του.
Ο Δεκέμβριος είναι ένας πάρα πολύ κρίσιμος μήνας, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Είναι η περίοδος που αναμένεται να κορυφωθούν οι συζητήσεις με τους εκπροσώπους των δανειστών, ενώ το δημοψήφισμα στην Ιταλία «απειλεί» με νέα έκρηξη της αβεβαιότητας σε ολόκληρη την Ευρώπη, στον απόηχο του εκλογικού αποτελέσματος στις ΗΠΑ.
Όμως τα προβλήματα στο εσωτερικό είναι τόσα πολλά που σήμερα επισκιάζουν κάθε εξωγενή παράγοντα. Μπορεί τα φορολογικά έσοδα να ξεπέρασαν το στόχο που είχε θέσει η κυβέρνηση, όμως η κατάσταση στην πραγματική οικονομία δεν αφήνει κανένα περιθώριο αισιοδοξίας, την ώρα που οι εκτιμήσεις για την ανάπτυξη του 2017 αρχίζουν ήδη να υποβαθμίζονται από αναλυτές ξένων επενδυτικών οίκων.
Ποια είναι η κατάσταση στην πραγματική οικονομία; Η κατανάλωση παραμένει σε… φάση κατάρρευσης και τα ληξιπρόθεσμα χρέη αυξάνονται. Το διαθέσιμο εισόδημα και η κατανάλωση των νοικοκυριών συνεχίζουν να υποχωρούν το 2016, ενώ οι επιχειρήσεις δεν έχουν πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε στο β' τρίμηνο του 2016 στα 29,7 δισ. ευρώ, από 29,9 δισ. ευρώ στην αντίστοιχη περίοδο του 2015. Οι δαπάνες των νοικοκυριών για κατανάλωση υποχώρησαν στα 31,8 δισ. ευρώ στην ίδια περίοδο, έναντι 32,2 δισ. ευρώ το 2015.
Σε ότι αφορά τα ληξιπρόθεσμα χρέη, αυτά αυξήθηκαν κατά 1,25 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο, έναντι του Αυγούστου, με αποτέλεσμα νέες και παλαιές οφειλές προς το δημόσιο να διαμορφώνονται στα 92,76 δισ. ευρώ! Οι οφειλές αντιστοιχούν σε 4,37 εκατ. πολίτες, με 1,6 εκατ. οφειλέτες να κινδυνεύουν με αναγκαστικά μέτρα είσπραξης.
Μία… από τα ίδια για τις τράπεζες
Δυσφορία για τις συνεχείς καθυστερήσεις και προβληματισμός για την οικονομική στασιμότητα. Αυτό είναι το κλίμα που επικρατεί σήμερα στις τράπεζες, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα όσα έχουν διαδραματιστεί στο καθόλου αμελητέο θέμα των διοικητικών αλλαγών.
Οι δυσοίωνες προβλέψεις των τραπεζών στις οποίες έχει αναφερθεί το liberal.gr, δείχνουν να επιβεβαιώνονται. Το κλίμα στον κλάδο επιβαρύνθηκε από την πολύμηνη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, όμως θα μπορούσε να έχει αλλάξει δραματικά προς το καλύτερο αν είχαν γίνει όλες οι απαραίτητες ενέργειες από τον Ιούνιο μέχρι σήμερα.
Οι καταθέσεις δεν επιστρέφουν και όσες το κάνουν πηγαίνουν απευθείας στην πληρωμή φόρων. Την ίδια ώρα, οι τράπεζες θέλουν διακαώς να προχωρήσουν ταχύτατα με τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων, όμως οι διαθέσιμες λύσεις για τα επιχειρηματικά δάνεια – που αποτελούν το μεγάλο στοίχημα – μόνο εύκολες δεν είναι, ενώ ακόμη δεν έχει οριστικοποιηθεί το πλαίσιο.
Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος έδειξαν ότι οι καταθέσεις μειώθηκαν εκ νέου τον Σεπτέμβριο. Μάλιστα, τραπεζικά στελέχη δηλώνουν ευχαριστημένα καθώς η μείωση στα υπόλοιπα καταθέσεων νοικοκυριών και επιχειρήσεων… περιορίστηκε μόλις στα 400 εκατ. ευρώ, σε ένα μήνα με τεράστιες φορολογικές υποχρεώσεις για όλους.
Στο μέτωπο των «κόκκινων» δανείων, οι τράπεζες βλέπουν να χάνεται μία μεγάλη ευκαιρία. Πριν από δύο χρόνια εκτιμούσαν ότι θα μπορούσαν να διαχειριστούν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ύψους 108 δισ. ευρώ με ήπιο τρόπο, στην περίπτωση που η οικονομία ανέκαμπτε. Ωστόσο, τόσο το 2015 όσο και το 2016 θεωρούνται χαμένα έτη, ενώ το 2016 θα έπρεπε λόγω της κορύφωσης του φαινομένου και των ενδείξεων για αποκλιμάκωση της δημιουργίας νέων επισφαλειών να αποτελέσει έτος ορόσημο για τα «κόκκινα« δάνεια.
Πλέον, οι ελπίδες μετατίθενται για το 2017, υπό την προϋπόθεση ότι θα κλείσει γρήγορα η δεύτερη αξιολόγηση. Εκτός, όμως, από ελπίδα υπάρχει και φόβος. Ότι η οικονομία θα αργήσει να ανακάμψει και η αβεβαιότητα θα φέρει τη χώρα αντιμέτωπη με πολύ δύσκολες αποφάσεις για το μέλλον της.