«Οι προηγούμενες αποδόσεις δεν εγγυώνται τις μελλοντικές», υποσημειώνουν με μικρά γράμματα όπως συνηθίζουμε να λέμε, όλοι οι επενδυτικοί οίκοι στις εκθέσεις τους για την πορεία των μετοχών, των ομολόγων και των υπολοίπων προϊόντων που προτείνουν. Στην περίπτωση όμως της Ελλάδας, η απόδοση της ελληνικής οικονομίας μέσα στο 2022, εγγυάται την επιτυχή πορεία του 2023.
Σημειώνουμε με προσοχή, πως εγγυάται την «επιτυχή πορεία» και όχι την «ίδια απόδοση», καθώς οι συνθήκες θα είναι διαφορετικές. Πράγματι, η παρακαταθήκη του 2022 είναι εντυπωσιακή και βαριά. Με την ανάπτυξη στο +5,6%, με τη ανεργία να κινείται πτωτικά στο 11,6%, με τις άμεσες ξένες επενδύσεις σε επίπεδο ρεκόρ τριακονταετίας και τις εξαγωγές να καταγράφουν ρεκόρ σαν ποσοστό επί του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος.
Και όλα τα προαναφερθέντα επιτεύχθηκαν μέσα σε αντίξοες συνθήκες που διαμορφώθηκαν αιφνιδιαστικά από εξωγενείς παράγοντας. Διότι ένας πόλεμος μέσα στην ίδια την Ευρώπη, μια ενεργειακή κρίση από το πουθενά και οι πρωτοφανείς πληθωριστικές πιέσεις, δεν μπορεί να θεωρηθούν πως συνθέτουν ένα περιβάλλον κανονικότητας ή όπως λένε οι Αγγλοσάξονες «business as usual».
Όμως το 2022 ήδη το αφήσαμε στο παρελθόν και αναζητούμε τα πρώτα σημάδια του 2023. Και στα πρώτα σημάδια του 2023 διακρίνουμε μια συνέχεια στα ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία που έχουν σημαδέψει το 2022. Διότι αυτά τα «εσωτερικά ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά», αποτελούν μια καλή μαγιά για το 2023. Ικανή για να απορροφήσει τις δυσκολίες του μακροοικονομικού περιβάλλοντος.
Οι επενδυτικοί οίκοι προβλέπουν αποκλιμάκωση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ στα επίπεδα του 1,8%, σημαντική αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ πάνω από το σημερινό 2,5% και ισχυρό πληθωρισμό ανάμεσα στο 5% και 6%. Επιπλέον, προβλέπουν πως η επίτευξη της «επενδυτικής βαθμίδας» είναι ορατή στα τέλη του τρίτου τριμήνου του τρέχοντος έτους. Ένα γεγονός που θα μειώσει τα κόστη δανεισμού, θα βελτιώσει την επενδυτική εικόνα της χώρας και θα προσελκύσει εισροές νέων κεφαλαιακών ροών στην πραγματική οικονομία.
Το 2023 αποτελεί το δεύτερο έτος απορρόφησης των ευρωπαϊκών πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που θα ενεργοποιήσουν ιδιωτικά κεφάλαια και τραπεζικές χρηματοδοτήσεις, σε μια προσπάθεια κάλυψης του μεγάλου υπερδεκαετούς επενδυτικού κενού της χώρας. Ταυτόχρονα και πριν καν η Ελληνική οικονομία λάβει την επίσημη σφραγίδα της «επενδυτικής βαθμίδας», θα συνεχιστεί μέσα στο 2023 η προσέλευση ξένων κεφαλαίων που συνοδεύονται από ποιοτικά χαρακτηριστικά, καθώς διοχετεύονται όχι μόνο στα ακίνητα που είχαμε συνηθίσει μέχρι σήμερα, αλλά στην ψηφιακή τεχνολογία, τις τηλεπικοινωνίες, τις υποδομές, τους μηχανολογικούς και βιομηχανικούς εξοπλισμούς, στην ενέργεια και αλλού. Μέσα στο 2023 θα επανέλθουν σε πλήρη λειτουργικότητα τα ναυπηγεία τα Ελευσίνας και θα προχωρήσουν οι επενδύσεις στα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά, ανάμεσα σε δεκάδες επενδύσεις που θα ωριμάσουν.
Παράλληλα το επενδυτικό κρεσέντο που αναμένεται το 2023, θα αυξήσει την απασχόληση που οδηγεί στην οικονομική αλλά και κοινωνική ενσωμάτωση ομάδες πολιτών που βρίσκονταν εκτός παραγωγικής διαδικασίας.
Επίσης, το 2023 είναι το έτος μέσα στο οποίο θα πρέπει να συνεχιστεί η διαμόρφωση δυο νέων τάσεων που θα μεταβάλουν το μοντέλο της χώρας. Η πρώτη τάση αφορά τη μείωση της βαρύτητας της κατανάλωσης ως κινητήριου μοχλού της οικονομίας. Η Ελλάδα θα πρέπει να δει την κατανάλωση να πάψει να εισφέρει το 70% στο ΑΕΠ και να υποχωρεί προς το ευρωπαϊκό μέσο όρο που βρίσκεται στις παρυφές του 50%. Η δεύτερη αφορά τη συνέχιση της αύξησης των εξαγωγών που θα πρέπει να συμβαδίζει με τη μείωση των εισαγωγών, ώστε να σταματήσει η δημιουργία ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Ωστόσο, στο 2023, η χώρα παρ’ όλο που εκτιμάται πως θα συνεχίσει να κινείται σε περιβάλλον ανάπτυξης, θα κληθεί να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις από τις αυξήσεις των επιτοκίων. Τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις έρχονται αντιμέτωπα με τη μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος. Διότι αφ’ ενός το εισόδημα τους «τρώει» ο πληθωρισμός και αφ’ ετέρου το απορροφά το αυξημένο ενεργειακό κόστος.
Ταυτόχρονα η άνοδος των επιτοκίων από τις Κεντρικές Τράπεζες μετακυλίεται στις εμπορικές τράπεζες και από εκεί και πάλι στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά, αυξάνοντας με αυτόν τον τρόπο το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων. Το αυξημένο κόστος εγκυμονεί κινδύνους για τη δημιουργία νέων κόκκινων δανείων, αλλά και για την επιβράδυνση της δανειακής επέκτασης των τραπεζών και συνεπακόλουθα της πραγματικής οικονομίας.
Έτσι οι τράπεζες που είναι η καρδιά της οικονομίας, από τη μια πλευρά θα παρουσιάσουν βελτίωση στα έσοδα από τόκους, αλλά από την άλλη θα αντιμετωπίσουν την αύξηση του πιστωτικού κινδύνου. Το επιχείρημα της αντιπολίτευσης «και τι μας ενδιαφέρουν οι τράπεζες», όχι μόνο είναι ανόητο αλλά και επικίνδυνο, αφού όλοι γνωρίζουμε πως οι ευρωπαϊκοί πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, πάνω στους οποίους θα στηριχθεί σε μεγάλο βαθμό η ανάπτυξη της χώρας μέχρι το 2026, μοχλεύονται με τραπεζικά κεφάλαια. Και η «υγεία» των τραπεζών αποτελεί ούτως η αλλιώς έναν σημαντικό ποιοτικό δείκτη για την Οικονομία.
Είναι σίγουρο πως μέσα στο 2023 ο υψηλός πληθωρισμός, θα καταστήσει αναγκαία την εκ νέου λήψη κάποιων μέτρων στήριξης. Θα υπάρξουν πιέσεις για αυξήσεις των μισθών και των συντάξεων και για ξετύλιγμα νέων επιδοματικών πολιτικών. Η κυβέρνηση θα βρεθεί μπροστά στην προσπάθεια επίλυσης ενός συστήματος εξισώσεων με πολλές παραμέτρους.
Θα κληθεί να υιοθετήσει μέτρα:
που δεν θα πρέπει είναι μόνιμα ώστε να μην ανατροφοδοτήσουν τον πληθωρισμό,
που θα απευθύνονται σε πολίτες με πραγματικές ανάγκες και όχι με κρυφά εισοδήματα και
που θα εστιάζουν σε συγκεκριμένους στόχους.
Το αρνητικό παράδειγμα του «market pass» που ενώ ήταν μια καλή ιδέα, έχασε σε αποτελεσματικότητα αφού θα καλύψει σχεδόν το 80% των Ελλήνων πολιτών, πρέπει να γίνει μάθημα και να μην επαναληφθεί.
Το 2023 θα αποτελέσει ένα χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου πρέπει να συνεχιστούν οι προσπάθειες για τη θεραπεία χρόνιων ασθενειών. Η Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί αισθητά έναντι άλλων χωρών στον τομέα της δικαιοσύνης με πιο πρόσφατο το παράδειγμα των αντιφατικών αποφάσεων για τους πλειστηριασμούς και τα funds, στον τομέα της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα όπου ο ψηφιακός μετασχηματισμός αντικαθιστά διαδικασίες, ενώ θα έπρεπε η πολιτεία να προχωρήσει στην πλήρη κατάργηση εκατοντάδων διαδικασιών με πιο πρόσφατο το παράδειγμα της λειτουργίας υποθηκοφυλακείων που καθυστερούν μεταβιβάσεις ακινήτων για περισσότερο από ένα έτος, καθώς και στον τομέα της παιδείας που ενώ έχουν γίνει σημαντικά βήματα η ανύπαρκτη διασύνδεση της αγοράς εργασίας με τα πανεπιστήμια οδηγεί σε κραυγαλέες στρεβλώσεις και παραγωγικά κενά.
Η Δικαιοσύνη, η λειτουργία του Δημοσίου και η Παιδεία οφείλουν να αποτελούν προτεραιότητα για την κυβέρνηση και μέσα στο 2023. Οι μεταρρυθμίσεις σε αυτούς τους χώρους θα έχουν άμεση θετική επίπτωση όχι μόνο στην οικονομία του τόπου αλλά και στην καθημερινότητα των πολιτών.
Βασική προϋπόθεση για να είναι το 2023, μια ακόμα θετική χρονιά, είναι η αποφυγή νέων πειραματισμών στο χώρο της οικονομίας. Η επάνοδος ημιεγγράμματων μαθητευόμενων μάγων, θα αποδειχθεί καταστροφική για τη χώρα, η οποία πιθανότατα θα χάσει το προβάδισμα που είχε αποκτήσει το 2022 έναντι των Ευρωπαίων εταίρων της και δεν θα μπορέσει να πλοηγηθεί με ασφάλεια μέσα στο 2023. Η ανάγκη για καθαρές λύσεις μέσα από τις εκλογές είναι μεγαλύτερη παρά ποτέ.
Ας είμαστε λοιπόν αισιόδοξοι. Ας ελπίζουμε για το καλύτερο αν και δεν είμαστε σίγουροι πως έχουμε αφήσει πίσω μας τα χειρότερα σενάρια της διεθνούς γεωπολιτικής σκακιέρας. Καλή Χρονιά!