Δυσθεώρητα κρατικά και ιδιωτικά χρέη, εταιρικές χρεοκοπίες, αυξημένη ανεργία, «εξαφάνιση» θέσεων εργασίας και μία χαμένη γενιά νέων επιχειρήσεων, είναι οι βασικοί κίνδυνοι που έχει μπροστά της η παγκόσμια οικονομία. Οι σημαντικότεροι αναλυτές έχουν από πέρσι κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για τη νέα πραγματικότητα που θα βιώσουμε μετά το τέλος της πανδημίας, τονίζοντας ότι θα πρέπει να συνηθίσουμε στην ιδέα ότι πολύ δύσκολα θα επιστρέψουμε στην μέχρι τον Ιανουάριο του 2020 κανονικότητα.
Στην πλειονότητά τους, επενδυτικοί οίκοι και οικονομολόγοι κάνουν σενάρια για το πότε θα αρχίσει η ανάκαμψη της οικονομίας προσπαθώντας επίσης να… μαντέψουν (αφού μόνο ένας μάντης θα μπορούσε υπό αυτές τις συνθήκες να προβλέψει με ακρίβεια) το σημείο επιστροφής της παγκόσμιας οικονομίας εκεί που βρισκόταν πριν την πανδημία.
Για την εκκίνηση της ανάκαμψης το βασικό σενάριο την τοποθετεί την ερχόμενη άνοιξη (Μάρτιο-Απρίλιο), ωστόσο στο θέμα της επιστροφής στα προ κρίσης επίπεδα οι απόψεις διίστανται αλλά και διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Για παράδειγμα, εκτιμάται ότι η Κίνα και γενικότερα οι ασιατικές χώρες θα «επιστρέψουν» ταχύτερα από τις ΗΠΑ, ενώ η Ευρώπη θα είναι ουραγός. Όμως και στις τάξεις της Ευρωζώνης, η Γερμανία προβλέπεται να καλύψει το χαμένο έδαφος 1 με 2 τρίμηνα νωρίτερα από τα περισσότερα κράτη-μέλη.
Η Oxford Economics ανατρέπει τα δεδομένα εκτιμώντας ότι η παγκόσμια οικονομία έχει ήδη υποστεί ζημιά η οποία στο τέλος της πανδημίας θα διαμορφωθεί σε 2,1 τρισ. δολάρια, ενώ αν επιβεβαιωθούν ορισμένοι πρόσθετοι κίνδυνοι, μπορεί να ανέλθει στα 5 τρισ. δολάρια. Πρόκειται για οικονομική παραγωγή που δύσκολα θα ανακτηθεί ακόμα και μακροπρόθεσμα, σαν να υπάρχει μία μόνιμη «τρύπα» στην οικονομία. Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που δούμε την πολυπόθητη ανάκαμψη, η οικονομία θα «τρέχει» παράλληλα – αλλά από χαμηλότερη βάση – σε σύγκριση με την πορεία που θα διέγραφε αν δεν είχε εμφανιστεί ο κορονοϊός.
Ο οίκος που μέσω εξειδικευμένων μοντέλων αναλύει τις τάσεις σε 200 χώρες, 150 κλάδους και 7.000 πόλεις και περιοχές, προβλέπει ότι το 2025 το παγκόσμιο ΑΕΠ θα είναι τουλάχιστον 2,2% χαμηλότερα σε σύγκριση με τις εκτιμήσεις του Ιανουαρίου 2020. Υπάρχουν όμως συγκεκριμένοι κίνδυνοι όπως το να εφαρμοστεί αχρείαστη λιτότητα για να μειωθούν τα χρέη, οι οποίοι απειλούν την ανάπτυξη.
Κρατικά χρέη: Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι τα υψηλά χρέη να ωθήσουν τις κυβερνήσεις σε αχρείαστες πολιτικές λιτότητας. Π.χ. ενδεχόμενη μείωση των δημοσίων επενδύσεων θα έπληττε την παραγωγικότητα, ενώ οι φόροι θα έκοβαν πόντους από την ανάπτυξη. Ο βρετανός οικονομολόγος Νόρμαν Γκίμελ εκτιμά ότι η αύξηση των φόρων που προκαλούν στρεβλώσεις κατά 1 ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ ανακόπτει την ανάπτυξη κατά 0,1%-0,2% ετησίως. Την ίδια ώρα το ΔΝΤ προβλέπει ότι σε ΗΠΑ και Μ. Βρετανία οι φόροι θα αυξηθούν μεσοπρόθεσμα κατά 1%-2% του ΑΕΠ… κόβοντας από την ανάπτυξη 0,75% σε 5 χρόνια.
Επίσης, μελέτες δείχνουν ότι τα κρατικά χρέη επηρεάζουν αρνητικά την ανάπτυξη όταν ξεπερνούν το 75%-110% του ΑΕΠ, κάτι που ήδη συμβαίνει σε όλες τις χώρες του G7 (ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Καναδάς, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ιαπωνία). Για κάθε 10% του ΑΕΠ που αυξάνεται το κρατικός χρέος εκτιμάται ότι κόβεται από την ανάπτυξη 0,1%-0,2% ετησίως, άρα για τις χώρες του G7 μπορεί να δούμε 1,25%-2,5% μικρότερη ανάπτυξη την επόμενη πενταετία.
Επιχειρηματικά χρέη: Κι εδώ υπάρχει αρνητική συσχέτιση μεταξύ της αύξησης των χρεών και της ανάπτυξης. Μελέτες δείχνουν ότι η αύξηση των επιχειρηματικών χρεών κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες ως προς το ΑΕΠ, κόβει από την ανάπτυξη 0,1% ετησίως. Σήμερα, τονίζει η Oxford Economics, τα επιχειρηματικά χρέη στις χώρες του G7 βρίσκονται πάνω από τα επίπεδα κινδύνου. Το θετικό είναι ότι τα χρέη δείχνουν να έχουν κορυφωθεί στις χώρες αυτές, όμως συνδυαστικά με την άνοδο των κρατικών χρεών μπορεί να υπάρξουν πολύ δυσάρεστες επιπτώσεις.
Ανεργία: Ένας γνωστός κίνδυνος που σχετίζεται με την ύφεση είναι η αύξηση της ανεργίας. Με βάση τα σημερινά δεδομένα η Oxford Economics εκτιμά ότι ο αντίκτυπος της αύξησης της ανεργίας, εξαιτίας της πανδημίας, στο ΑΕΠ θα είναι μακροπρόθεσμα μικρός, καθώς η αναμενόμενη «μετατόπιση θέσεων εργασίας» θα αφορά στο λιανεμπόριο και τις υπηρεσίες, σε αντίθεση με άλλες κρίσεις που από τη βιομηχανία πήγαιναν στις υπηρεσίες. Προειδοποιεί, ωστόσο, ότι αυτό μπορεί να αλλάξει αν καθυστερήσει πολύ η ανάκαμψη κλάδων όπως του τουρισμού και των αερομεταφορών.
Μικρές επιχειρήσεις: Η κρίση χτυπάει πολύ περισσότερο τις μικρές επιχειρήσεις κάτι που είναι ιδιαίτερα εμφανές στην Ελλάδα. Η Oxford Economics επικαλείται μελέτες που δείχνουν ότι μία «χαμένη γενιά» νέων επιχειρήσεων προκαλεί μία μόνιμη απώλεια θέσεων εργασίας και παραγωγικότητας, υπενθυμίζοντας ότι η μη δημιουργία νέων επιχειρήσεων στις ΗΠΑ μετά την παγκόσμια κρίση του 2008-09 είχε αρνητική επίπτωση της τάξης των 0,5 ποσοστιαίων μονάδων στην ανεργία ακόμη και μετά από 10 χρόνια.