Εδώ και αρκετά χρόνια, πριν ακόμη μπούμε στα βαθιά της δημοσιονομικής κρίσης χρέους, η αγωνία για το μέλλον (όσων την είχαν...) αφορούσε τη σοβαρή υστέρηση επενδύσεων. Επενδύσεις γινόντουσαν, αλλά πολύ λίγες είχαν την ποιότητα που απαιτεί η επίτευξη αυτοσυντηρούμενης αναπτυξιακής πνοής. Ακόμη λιγότερες είχαν ικανοποιητικό περιεχόμενο έρευνας και τεχνολογίας. Το πάγωμα νέων πιστώσεων και το μπλοκάρισμα που προκάλεσαν οι πολιτικές παρεμβάσεις τύπου «δεν πληρώνω», διέλυσαν οριστικά τον τραπεζικό ομφάλιο λώρο επιχειρήσεων και τραπεζών.
Υπολογίζεται ότι το επενδυτικό κενό της Ελλάδας είναι γύρω στα 100 δισεκατομμύρια ευρώ. Πραγματοποιώντας επενδύσεις τέτοιας τάξεως, θα κατορθώσουμε να καλύψουμε την υστέρηση παραγωγικότητας εργασίας/κεφαλαίου, που καθηλώνει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και μας ρίχνει συνεχώς χαμηλότερα στην πυραμίδα των πλουσιότερων κρατών. Τα χρήματα που θα έρθουν από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές μέσω Ευρωπαϊκής Ενωσης, το Ταμείο Ανάπτυξης και το πολυετές ΕΣΠΑ, είναι η απάντηση στο τεράστιο αυτό ζήτημα. Σκεφτείτε ότι πάνω από τα 72 δισ. θα προστεθούν εύκολα τόσα ιδιωτικά κεφάλαια ώστε να μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα καλυφθεί το επενδυτικό κενό και μάλιστα με το παραπάνω. Υπό δύο προϋποθέσεις όμως. Πρώτον, τα χρήματα δεν θα πηγαίνουν «όπου να 'ναι, αρκεί να απορροφώνται», αλλά θα εξυπηρετήσουν τους στόχους μιας Ευρώπης ανταγωνιστικής μέσα στον κόσμο. Σκοπός αλλά και μέσον είναι η αναδιάρθρωση της παραγωγικής δομής. Η έκθεση Πισσαρίδη θα προσφέρει το πλαίσιο και τις γενικές κατευθύνσεις. Πάνω σε αυτήν θα δημιουργηθεί μια συγκεκριμένη «λίστα έργων», που θα εγκριθούν από τις υπηρεσίες της Επιτροπής και θα παρακολουθούνται από όλα τα άλλα κράτη, στο πλαίσιο της αρχής του αμοιβαίου συμφέροντος, όπως διέπει τις ενδοευρωπαϊκές σχέσεις από τότε -στον τρίτο και τέταρτο χρόνο της μεγάλης κρίσης- που εγκαθιδρύθηκε το νέο πλαίσιο πολυμερούς εποπτείας.
Αν η αναδιάρθρωση της οικονομίας με σύνθημα «όλα για την προστιθέμενη αξία» είναι η μεγάλη εικόνα, το εργαλείο για να επιτύχουμε τους στόχους είναι η έκρηξη επιχειρηματικότητας. Καθόλου τυχαία ο Μητσοτάκης πέταξε με νόημα ένα «δεν θα φάμε τα χρήματα ως νεόπλουτοι». Δυστυχώς, όμως, δεν διαθέτουμε όσες καλές, στιβαρές, μεγάλες και οργανωμένες επιχειρήσεις χρειαζόμαστε για να επιτύχουμε σ' αυτόν τον στόχο. Επομένως η κυβέρνηση (και ακόμη περισσότερο οι τράπεζες) πρέπει να δώσει κίνητρα για τη συγχώνευση και τη συνεργασία επιχειρηματιών. Θα χρειαστεί να αντισταθεί στις σειρήνες της «πελατείας». Εύκολα γράφεται στο χαρτί, πολύ δυσκολότερα θα γίνει πράξη στην αγορά. Ομως, η κυβέρνηση Μητσοτάκη εξελέγη γι' αυτά ακριβώς. Θα το διαπιστώσετε από Σεπτέμβριο, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ θα «ηγείται» στα πεζοδρόμια της βίας εναντίον της καπιταλιστικής Ελλάδας. Δεν έχουμε καθόλου τελειώσει με την ιδεολογία της μιζέριας!
*Αναδημοσίευση από τον «Φιλελεύθερο» 31 Ιουλίου 2020.