Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Ακόμη και αν κλείσει... σήμερα η αξιολόγηση – μετά από τουλάχιστον έξι μήνες καθυστερήσεων – και ακολούθως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δώσει το εισιτήριο στη χώρα μας για το φθηνό χρήμα της ποσοτικής χαλάρωσης (QE), η ελληνική οικονομία θα αργήσει να δει έκρηξη της επενδυτικής δραστηριότητας.
Πρώτον, διότι οι συνεχείς αυξήσεις στη φορολογία… κρατούν μακριά τους επενδυτές και δεύτερον γιατί η επιστροφή των καταθέσεων εκτιμάται πως θα είναι αργή, με αποτέλεσμα τα όποια οφέλη από το QE να αξιοποιηθούν από τις τράπεζες για την κεφαλαιακή τους ενίσχυση, ενόψει των stress tests του 2018.
Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με τον ΙΟΒΕ, ότι δεν πρόκειται να σημειωθούν σημαντικές αλλαγές στην παροχή τραπεζικών πιστώσεων, η οποία σήμερα γίνεται με το σταγονόμετρο. Η συνέχιση της πιστωτικής συρρίκνωσης θα έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των πηγών κεφαλαίων για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά καθώς και για την επενδυτική δραστηριότητα.
Συνεχίζονται, συνεπώς, τα... βάσανα της ελληνικής οικονομίας και στη μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης εποχή, καθώς όπως εκτιμούν αρμόδιοι φορείς, η Ελλάδα δεν πρόκειται να δει σύντομα σοβαρή αύξηση των πιστώσεων και εισροή επενδυτικών κεφαλαίων.
Η τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ για την ελληνική οικονομία, που είδε χθες το φως της δημοσιότητας, πέρα από το γεγονός ότι υποβαθμίζει τις προβλέψεις για την ανάπτυξη του 2017 στο 1,5% από 2,7% του προϋπολογισμού, εντοπίζει μία σειρά αρνητικών παραγόντων που εμποδίζουν την ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας. Στο ίδιο μήκος κύματος, με μελανά χρώματα περιγράφει τις συνθήκες ρευστότητας η Τράπεζα της Ελλάδος.
Η έκθεση του ΙΟΒΕ είναι κόλαφος για την προσέλκυση επενδύσεων στην Ελλάδα. Εντοπίζει τις καθυστερήσεις στην εκκίνηση λειτουργίας του νέου φορέα αποκρατικοποιήσεων, καθώς και το γεγονός ότι μόλις το 21% των προβλεπόμενων για φέτος εσόδων από αποκρατικοποιήσεις του ΤΑΙΠΕΔ, αφορά σε έσοδα από διαγωνισμούς που θα υλοποιηθούν μέσα στο 2017. Επίσης, η υποεκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, τόσο σε σχέση με το στόχο, όσο και σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά, κυρίως εξαιτίας της ιδιαίτερα χαμηλής απορροφητικότητας πόρων από την ΕΕ, συνεπάγεται μικρότερη ώθηση στην επενδυτική δραστηριότητα.
Παράλληλα, οι διαδοχικές μεταβολές στην φορολογία επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών την τελευταία διετία και η γενικότερη αίσθηση μεταβλητότητας του κανονιστικού πλαισίου στην Ελλάδα που προξενούν, αποτρέπουν τους επενδυτές να αναλάβουν ρίσκο.
Σαν να μην έφταναν αυτά, ο αυξημένος σε σχέση με προηγούμενα έτη αριθμός αποκρατικοποιήσεων το 2016, θα αποτυπωθεί στις επενδύσεις από φέτος, αλλά προς το τέλος του έτους, όταν θα αδειοδοτηθούν τα πρώτα από τα σχετιζόμενα επενδυτικά σχέδια.
Σύμφωνα με τον ΙΟΒΕ, το μεγαλύτερο πρόσκομμα στην υλοποίηση των επενδύσεων θα αποτελέσει για ακόμα ένα έτος η στενότητα πηγών χρηματοδότησης, τόσο από τον ιδιωτικό όσο και από το δημόσιο τομέα. Η διεύρυνση των σχετικών επιλογών συνδέεται κυρίως με την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, η οποία θα επιτρέψει την εξέταση της ένταξης στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Όταν αυτή επιτευχθεί, θα ενισχυθεί άμεσα η κεφαλαιακή επάρκειά τους, θα βελτιωθεί η εμπιστοσύνη των καταθετών στο τραπεζικό σύστημα, αλλά και των επενδυτών, εγχώριων και ξένων, που θα αυξήσουν σταδιακά την εισροή κεφαλαίων από την πλευρά τους και τη δυνατότητα των τραπεζών να παράσχουν πιστώσεις.
Ο ΙΟΒΕ τοποθετεί τις εξελίξεις αυτές στο δεύτερο εξάμηνο του 2017, με αποτέλεσμα να μην αναμένεται ουσιαστική μεταβολή της πιστοδοτικής πολιτικής των τραπεζών και επομένως της στήριξής τους στην επενδυτική δραστηριότητα.
Οι τραπεζικές διοικήσεις έχουν εκφράσει την πρόθεσή τους να χρηματοδοτήσουν την υγιή επιχειρηματικότητα, όμως μετά από τόσα χρόνια σφοδρής ύφεσης και των δεδομένων των προβλημάτων που προκαλούν τα «κόκκινα» δάνεια για την απελευθέρωση πόρων, είναι πολύ δύσκολο να ανοίξουν οι στρόφιγγες της ρευστότητας.
Τα κριτήρια χορήγησης και η ζήτηση δανείων από νοικοκυριά αναμένεται να παραμείνουν στα ίδια επίπεδα και κατά τη διάρκεια του β' τριμήνου του 2017, εδώ δεν αναμένεται να αλλάξει κάτι σημαντικά τουλάχιστον έως το τέλος του έτους. Και αυτό γιατί όπως προαναφέρθηκε, οι τράπεζες θα είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικές στην παροχή πιστώσεων, λόγω των stress tests του 2018 τα οποία θα διενεργηθούν με βάση στοιχεία του 2017.