Το κλίμα στην αγορά παραμένει βαρύ και ευμετάβλητο, καθώς οι φόβοι για παρατεταμένο πληθωρισμό δεν κατευνάστηκαν από την ανακοίνωση των πρακτικών της FED χθες το βράδυ.
Σύμφωνα με αυτά, οι αξιωματούχοι ήταν επιφυλακτικά αισιόδοξοι για την οικονομική ανάκαμψη των ΗΠΑ στη συνεδρίαση νομισματικής πολιτικής του Απριλίου, ενώ κάποιοι δήλωσαν «ανοιχτοί» στο ενδεχόμενο να ξεκινήσει η συζήτηση για την περιστολή του γιγαντιαίου προγράμματος αγορών ομολόγων της Κεντρικής Τράπεζας «κάποια στιγμή στις επόμενες συνεδριάσεις».
Επιπλέον, αυτή την εβδομάδα η επενδυτική ψυχολογία σφυροκοπείται ακατάπαυστα και από την κατακόρυφη αύξηση της μεταβλητότητας στην αγορά κρυπτονομισμάτων.
Οι ειδησεογραφία είναι απόλυτα προσανατολισμένη στα δύο αυτά θέματα, με πολλούς αναλυτές να μην κρύβουν την ανησυχία τους όσον αφορά τις προεκτάσεις ενός πιθανού κραχ στην αγορά κρυπτονομισμάτων, καθώς η έλλειψη κανόνων διαφάνειας που την χαρακτηρίζει, καθιστά αδύνατη μια ουσιαστική εκτίμηση όσον αφορά το αληθινό μέγεθος των κεφαλαίων που δραστηριοποιούνται σε αυτή.
Υπάρχουν όμως δύο ακόμα ειδήσεις αυτή την εβδομάδα που θα έπρεπε να έχουν με τη σειρά τους περισσότερη προβολή, καθώς αποτελούν και αυτές βασικούς συντελεστές της συνολικής εικόνας που αρχίζει να διαμορφώνεται στον κόσμο των αγορών.
Η πρώτη αφορά την χθεσινή έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στην οποία ούτε λίγο ούτε πολύ, η ΕΚΤ προειδοποιεί ότι οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα παραμένουν αυξημένοι και έχουν κατανεμηθεί άνισα. Αυτό αναμένεται να έχει μια ευθεία προβολή στην κερδοφορία των τραπεζών, η οποία αναμένεται να παραμείνει αδύναμη, ενώ οι προοπτικές δανεισμού είναι αβέβαιες.
Τουτέστιν, μπορεί η ποιότητα των τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων να έχει διατηρηθεί μέχρι στιγμής, αλλά ο πιστωτικός κίνδυνος είναι μπροστά μας.H μετάφραση λοιπόν για τον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα είναι ότι θα πρέπει να αυξήσει τις προβλέψεις για απώλειες δανείων.
Όμως, η αδύναμη κερδοφορία σε συνδυασμό με τις αυξημένες προβλέψεις, δεν είναι ένας συνδυασμός που θα χαροποιήσει τους μετόχους ή τους ομολογιούχους του κλάδου. Αν προσθέσουμε δε και την προοπτική σύμφωνα με τα πρακτικά της FED, μιας πιθανής μείωσης των αγορών στοιχείων ενεργητικού από τις Κεντρικές Τράπεζες στο άμεσο μέλλον, η εικόνα θα σκοτεινιάσει επικίνδυνα.
Η δεύτερη είδηση που πέρασε στα «ψιλά» γράμματα είναι η βεβαρημένη εικόνα στην αγορά ομολόγων της μεγαλύτερης οικονομίας της ευρωζώνης.
Πριν δύο ημέρες, η ζήτηση για την πώληση ομολόγων 2ετούς λήξης διαμορφώθηκε στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Ιουλιο του 2019 (bid/cover ratio 1,1x). Αν μάλιστα αφαιρέσουμε την κατανομή που αναλογεί στην Bundesbank, τότε ο συντελεστής κάλυψης διαμορφώθηκε στο 0,9.
Εν ολίγοις, αυτή την εβδομάδα είχαμε την πρώτη 2ετή δημοπρασία που τεχνικά δεν καλύφθηκε. Αυτό είναι ένα εκκωφαντικό μήνυμα και είχαμε να το δούμε από τον Μάρτιο του 2020, όταν το πρώτο πανδημικό κύμα είχε παραλύσει τις αγορές!
Από την άλλη πλευρά τώρα του Ατλαντικού, η αγορά ομολόγων θολώνει τα νερά, καθώς παρά τις πληθωριστικές ανησυχίες το αμερικανικό δεκαετές συγκρατεί εδώ και εβδομάδες την απόδοση του κάτω από το κομβικό επίπεδο του 1,75%, κλείνοντας χθες στο 1,683%.
Για όσους αναρωτιούνται τι κρύβεται πίσω από αυτή την ψύχραιμη συμπεριφορά παρά την έκρηξη πληθωρισμού στις ΗΠΑ στο επίπεδο του 4,2%, η απάντηση είναι απλή: Οι αποδόσεις στα αμερικανικά bonds είναι πολύ υψηλότερες από εκείνες στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία και έτσι η αμερικανική αγορά κρατάει ακόμα το κοινό στους κόλπους της.
Βλέπετε, η νομισματική πολιτική είναι ισοπεδωτική σε παγκόσμιο επίπεδο και οι ΗΠΑ παραμένουν η μοναδική νησίδα στοιχειωδών αποδόσεων. Αν προσθέσουμε και την εξαιρετικά χαμηλή ισοτιμία του δολαρίου, έχουμε το κάδρο μιας αγοράς που μπορεί εξαιρετικά εύκολα να μας «αποκοιμήσει» με τη φαινομενική ηρεμία της. Η ευρωπαϊκή αγορά όμως ομολόγων, όπως εξηγήσαμε πιο πάνω, αποτυπώνει ήδη για τους παρατηρητικούς τις ανησυχίες της αγοράς.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.