«Η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης θα μπορούσε να εξασθενήσει αυτό το θετικό κλίμα στην οικονομία και να καθυστερήσει την πορεία ανάκαμψης», επισημαίνει η Alpha Bank στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων που εκδόθηκε σήμερα.
«Σε ένα περίπου χρόνο ολοκληρώνεται το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής και θα ήταν χρήσιμο να εξεταστούν οι άμεσες βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία. Η επιτυχής αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων αποτελεί προϋπόθεση για να εισέλθει η οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά και να διασφαλισθεί η πλήρης πρόσβαση στις διεθνείς αγορές με την παράλληλη ενδεχομένως στήριξη αυτής της προσπάθειας από τους Ευρωπαίους εταίρους μέσω του σχεδιασμού μιας προληπτικής πιστωτικής γραμμής», σημειώνει χαρακτηριστικά η έκθεση στην εισαγωγή της.
Και συνεχίζει: «Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης έχει επιδράσει θετικά στην οικονομία, κυρίως μέσω της ενίσχυσης της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης. Η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί, ως αποτέλεσμα της ενίσχυσης της απασχόλησης έστω και αν αφορά κυρίως θέσεις εργασίας μερικής απασχόλησης. Οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα έχουν θετική συμβολή, μέσω αύξησης κυρίως των ιδιωτικών επενδύσεων που δύνανται να επιταχυνθούν χάρη στην υψηλή απορρόφηση των κεφαλαίων από τα Ευρωπαϊκά διαθρωτικά ταμεία. Ο εξωτερικός τομέας εκτιμάται ότι θα έχει θετική συμβολή κυρίως λόγω της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας κατά τη διάρκεια της εφαρμογής των προγραμμάτων προσαρμογής αλλά σε μικρότερο βαθμό έναντι των άλλων δύο μεταβλητών, καθώς οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών θα αυξηθούν αναλογικά με την ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης».
Η έκθεση διαπιστώνει ότι «η χώρα ολοκλήρωσε στα χρόνια των προγραμμάτων προσαρμογής σημαντικές μεταρρυθμίσεις, όπως για παράδειγμα την απελευθέρωση των οδικών μεταφορών, την εφαρμογή μεγάλου μέρους των μεταρρυθμίσεων των εργαλειοθηκών του ΟΟΣΑ, τη μείωση της γραφειοκρατίας και άλλων εμποδίων στην σύσταση νέων επιχειρήσεων. Η συμφωνία του Ιουνίου που προέκυψε με το πέρας της δεύτερης αξιολόγησης εισήγαγε σημαντικές ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, το άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων και τη διευκόλυνση των επενδύσεων. Υπάρχουν, ωστόσο, σημαντικά περιθώρια βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος ώστε να ενισχυθούν
οι εξαγωγές και οι άμεσες ξένες επενδύσεις και να εξαλειφθούν οι στρεβλώσεις στην αγορά προϊόντων. Τούτο θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό καταλύτη για το χρονικό διάστημα που η μέση ροπή προς αποταμίευση διατηρείται σε αρνητικό έδαφος στερώντας την αγορά από διαθέσιμους πόρους και η βαθμιαία αποκατάσταση της πρόσβασης στις διεθνείς αγορές ακολουθεί σχετικά αργό ρυθμό. Οι μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, η περαιτέρω απλοποίηση της διαδικασίας αδειοδότησης νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ο περιορισμός του προστατευτισμού και των υπερβολικών ρυθμίσεων, η απλοποίηση της νομοθεσίας με περιορισμό της πολυνομίας, η επιτάχυνση της επίλυσης διαφορών και εκτέλεσης των συμβάσεων και η απελευθέρωση της αγοράς προϊόντων που θα μειώσει τις τιμές αποτελούν παρεμβάσεις που ενισχύουν το επιχειρηματικό περιβάλλον».
«H αποφυγή καθυστερήσεων, τόσο στις διαθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη συμφωνηθεί όσο και των προγραμματισμένων ιδιωτικοποιήσεων, αναμένεται να έχει θετικό αντίκτυπο στην οικονομία. Θα σηματοδοτήσει την προσήλωση της χώρας στην πολιτική δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας υψηλής εξειδίκευσης και πλήρους απασχόλησης μέσω της προσέλκυσης μεγάλων επενδυτικών σχεδίων με ισχυρό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα, ενώ παράλληλα θα τονώσει σημαντικά τα έσοδα του κράτους, περιορίζοντας τον κίνδυνο εμφάνισης δημοσιονομικού κενού», σημειώνει η έκθεση και υπογραμμίζει πως «η δημιουργία δημοσιονομικού χώρου μέσω της προσαρμογής των πρωτογενών πλεονασμάτων είναι απαραίτητο για τη χώρα».