Alpha Bank: Η εξάρτηση από το ρωσικό αέριο και ο κίνδυνος στασιμοπληθωρισμού

Alpha Bank: Η εξάρτηση από το ρωσικό αέριο και ο κίνδυνος στασιμοπληθωρισμού

Μεγάλες επιπλοκές στην ευρωπαϊκή οικονομία από την Ουκρανική κρίση εντοπίζει η Alpha Bank σε μελέτη της, η οποία δεν κρύβει ότι τα προβλήματα έχουν αυξηθεί και επαναφέρουν τον κίνδυνο στασιμοπληθωρισμού (stagflation) πάνω από την Ευρώπη, αφού το ρίσκο «μετατροπής της κρίσης φυσικού αερίου σε μονιμότερη πληθωριστική πίεση στις τιμές πρώτων υλών και στα βασικά αγαθά», είναι ορατό.

Επιπλέον η μελέτη αναδεικνύει το μεγάλο βαθμό εξάρτησης της ευρωπαϊκής οικονομίας από το φυσικό αέριο της Ρωσίας, τη μεγάλη πτώση των αποθεμάτων αερίου σε όλη την Ευρώπη, συμπεραίνει δε πως η κλιμάκωση μπορεί να προκαλέσει βραχυπρόθεσμα νέα άνοδο των τιμών ακόμα κι αν συνεχιστούν απρόσκοπτα οι εισαγωγές και διατυπώνει ανησυχίες για την πρόκληση πολλών προβλημάτων στην πιθανότητα να διακοπούν οι προμήθειες φυσικού αερίου από τη Ρωσία.

Ειδικότερα, οι παράγοντες της έντασης αυτού του νέου σοκ (της κρίσης στην Ουκρανία) στην ευρωπαϊκή οικονομία είναι:

  • Πρώτον, η διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων 
  • Δεύτερον η μορφή και η ευστάθεια του νέου καθεστώτος που θα προκύψει, 
  • Τρίτον η κλιμάκωση των κυρώσεων έναντι της ρωσικής οικονομίας 
  • Και τέλος, η επίπτωση στις κρατικές δαπάνες των ευρωπαϊκών χωρών για τη χρηματοδότηση της ενεργειακής κρίσης -επί της δημοσιονομικής τους ισορροπίας, η οποία ήδη έχει διαταραχθεί προσωρινά τα προηγούμενα χρόνια, λόγω της πανδημίας.

Αναλύοντας την άνοδο των τιμών οι αναλυτές εντοπίζουν τη μεγαλύτερη αύξηση στην τιμή του φυσικού αερίου στην Ευρώπη σε σχέση με τις ΗΠΑ, καθώς και την εξάρτηση των ευρωπαϊκών χωρών από τη Ρωσία για την παροχή του φυσικού αερίου, το οποίο υπενθυμίζει, πως είναι το μεταβατικό καύσιμο προς την πράσινη οικονομία.

Η σταδιακή ομαλοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία ξεκίνησε από τα μέσα περίπου του 2020, οδήγησε σε αύξηση της ζήτησης για όλα τα είδη καυσίμων αναφέρει η μελέτη.

Ειδικά για το φυσικό αέριο που είναι το επιλεγμένο μεταβατικό καύσιμο, αναφέρει ότι η άνοδος των τιμών του φυσικού αερίου δεν είχε την ίδια ένταση στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, μετά το άνοιγμα των οικονομιών από την πανδημία, καθώς οι τιμές αυξήθηκαν περισσότερο στην Ευρώπη σε σύγκριση με τις ΗΠΑ. 

«Η τιμή του φυσικού αερίου στις ΗΠΑ ανέκαμψε σημαντικά, ωστόσο, παραμένει σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με το 2005 και το 2008», αναφέρει η μελέτη.  «Αντίθετα, στην Ευρώπη, οι τιμές του φυσικού αερίου ανήλθαν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Συγκεκριμένα, στις 24 Φεβρουαρίου, η τιμή του συμβολαίου φυσικού αερίου TTF της Ολλανδίας, η οποία είναι η τιμή αναφοράς για την Ευρώπη, διαμορφωνόταν περίπου στα 114,5 ευρώ η μεγαβατώρα»  συμπληρώνει.

Σημειώνεται ότι, από το 2007 μέχρι την πρόσφατη άνοδο, η τιμή δεν είχε υπερβεί τα 35,3 ευρώ η μεγαβατώρα  (στις 3.10.2008), ενώ, στις 21 Δεκεμβρίου του 2021, η τιμή ξεπέρασε τα 180 ευρώ η μεγαβατώρα. 

Τα χαμηλότερα αποθέματα της τελευταίας δεκαετίας 

Που αποδίδεται η μεγάλη αυτή αύξηση στην Ευρώπη; «Ο βασικότερος, ενδεχομένως, λόγος, είναι τα χαμηλά επίπεδα αποθεμάτων φυσικού αερίου στα ευρωπαϊκά κράτη», λέει η Alpha Bank.

Σύμφωνα με το εποχικό πρότυπο, τους εαρινούς και τους θερινούς μήνες, τα αποθέματα αυξάνονται προκειμένου να υπάρχει επάρκεια φυσικού αερίου για τους χειμερινούς μήνες. Από το 2011, το ποσοστό κάλυψης των αποθηκευτικών χώρων φυσικού αερίου προσέγγιζε το μέγιστο επίπεδο (84%-98%), κατά το διάστημα περί τα τέλη Οκτωβρίου με αρχές Νοεμβρίου κάθε έτους. 

Το 2021, ωστόσο, το μέγιστο ποσοστό έφτασε μόλις στο 77%, δημιουργώντας ανησυχίες σχετικά με την επάρκεια κάλυψης των αναγκών σε φυσικό αέριο, δεδομένου ότι, το δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου κάθε έτους, η κάλυψη των αποθηκευτικών χώρων φτάνει στο ελάχιστο επίπεδο.

Οι ανησυχίες αυτές αντικατοπτρίστηκαν στην κατακόρυφη αύξηση της τιμής του στην Ευρώπη. Αξίζει να αναφερθεί ότι, στις 23 Φεβρουαρίου, το ποσοστό κάλυψης των αποθηκευτικών χώρων φυσικού αερίου στην Ευρώπη είχε υποχωρήσει περίπου στο 30%.

Από το σύνολο των αποθεμάτων, το 23% βρίσκεται στην Ιταλία, το 22% στην Γερμανία, ενώ ακολουθούν η Ολλανδία και η Γαλλία με 9% αμφότερες. 

Ωστόσο και στις συγκεκριμένες χώρες, το ποσοστό κάλυψης των αποθηκευτικών χώρων διατηρείται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, καθώς διαμορφώνεται σε 39%, 30%, 22% και 24%, αντίστοιχα.

Ο βαθμός εξάρτησης από τη Ρωσία

Πολύ μεγάλη είναι η εξάρτηση των ευρωπαϊκών χωρών από το φυσικό αέριο της Ρωσίας. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2020 οι συνολικές εισαγωγές φυσικού αερίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (συμπεριλαμβανομένων των ενδοκοινοτικών εισαγωγών) διαμορφώθηκαν σε περίπου 401 δισ. κυβικά μέτρα, με το 38% εξ αυτών να προέρχονται από την Ρωσία, λέει η μελέτη.

Η Τσεχία και η Λετονία εισήγαγαν από την Ρωσία το σύνολο των αναγκών τους σε φυσικό αέριο, ακολουθούμενες από την Ουγγαρία (95%), την Σλοβακία (85%) και την Βουλγαρία (75%). Αντίθετα, η Δανία, η Κροατία, η Μάλτα, η Αυστρία και η Ιρλανδία είχαν μηδενικές εισαγωγές φυσικού αερίου από την Ρωσία.

 Σχετικά με τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Η Γερμανία εισήγαγε, το 2020, περίπου 80,4 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου - η οποία είναι η μεγαλύτερη εισαγόμενη ποσότητα μεταξύ των κρατών-μελών και αντιπροσωπεύει  το 20% των συνολικών εισαγωγών της Ευρωπαϊκής Ένωσης - με το 65% να προέρχεται από την Ρωσία. 

Αντίθετα, η Γαλλία, η οποία βασίζεται σε σημαντικό βαθμό στην πυρηνική ενέργεια για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, εισήγαγε μόλις 46,3 δισ. κυβικά μέτρα, με το 17% να προέρχεται από την Ρωσία. Η Ελλάδα είναι ακριβώς στα επίπεδα του μέσου όρου των 27 χωρών της ΕΕ. (Στοιχεία Eurostat υπολογισμοί ERD).

Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, η εξάρτηση των ευρωπαϊκών κρατών από την προμήθεια φυσικού αερίου από την Ρωσία είναι ιδιαίτερα σημαντική και ενδεχόμενη διακοπή της τροφοδοσίας θα προκαλούσε πλείστα προβλήματα. 

Οι εναλλακτικές λύσεις

«Σε ποιο βαθμό οι ρωσικές εισαγωγές μπορούν να υποκατασταθούν από εισαγωγές φυσικού αερίου σε υγροποιημένη μορφή (LNG) και σε ποιο κόστος αυτό θα γίνει είναι ερωτήματα τα οποία δεν μπορούν να απαντηθούν με βεβαιότητα», λέει η μελέτη. 

«Το 2020 οι μεγαλύτεροι εισαγωγείς υγροποιημένου φυσικού αερίου LNG στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ήταν το Κατάρ, οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Νιγηρία και η Αλγερία ενώ επί του παρόντος διεξάγονται συζητήσεις με ορισμένες χώρες για αύξηση των εισαγωγών» αναφέρουν οι αναλυτές. 

Ωστόσο, είναι σαφές ότι σε ενδεχόμενη κλιμάκωση των εν εξελίξει στρατιωτικών συγκρούσεων μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, ακόμα και εάν η τροφοδοσία φυσικού αερίου μέσω των αγωγών συνεχιστεί απρόσκοπτα, οι τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου (η Ρωσία μαζί με τις ΗΠΑ και την Σαουδική Αραβία είναι οι μεγαλύτεροι εξαγωγείς πετρελαίου παγκοσμίως) αναμένεται να καταγράψουν, βραχυπρόθεσμα, μεγάλη άνοδο. 

Η εξέλιξη αυτή θα ήταν ιδιαίτερα αρνητική για τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η πλειονότητα των οποίων, παρουσιάζει υψηλό ποσοστό εξάρτησης από τις εισαγωγές φυσικού αερίου.

Επιπλέον συνεχίζει, «θα προκαλούνταν περαιτέρω αύξηση του ενεργειακού κόστους, αφενός συμπιέζοντας το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και αφετέρου αυξάνοντας το κόστος παραγωγής για τις επιχειρήσεις». 

Αποτέλεσμα αυτών θα ήταν να ενταθούν οι πληθωριστικές πιέσεις σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, υποχρεώνοντας, ενδεχομένως, τις εθνικές κυβερνήσεις να λάβουν μέτρα στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων». 

Η Ιταλία ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα πακέτο μέτρων 8 δισ. ευρώ, προκειμένου να στηρίξει τους καταναλωτές και τη βιομηχανία από την αύξηση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου.

Ισοτιμίες και αγορές ομολόγων από ΕΚΤ

Με βάση τα στοιχεία του Χρηματιστηρίου του Σικάγου, οι συνολικές καθαρές τοποθετήσεις (αγορές μείον πωλήσεις), στην ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο, διατηρήθηκαν θετικές, την εβδομάδα που έληξε στις 15 Φεβρουαρίου, αναφέρει η μελέτη. Οι θετικές θέσεις (υπέρ του ευρώ, ‟long”) αυξήθηκαν κατά 8.739 συμβόλαια, για τη δεύτερη διαδοχική εβδομαδιαία αύξηση που καταγράφεται.

Παράλληλα η μελέτη αναφέρει ότι με την ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο, στις 23 Φεβρουαρίου περί τα 1,1348 δολάρια, το ευρώ σημειώνει, από τις αρχές του έτους, μικρές απώλειες έναντι του δολαρίου (0,2%), ενώ διαπραγματεύεται αυτή τη στιγμή με θετικές θέσεις, όσον αφορά τις εμπορικές μη κερδοσκοπικές συναλλαγές.