Στοχευμένο στη στήριξη των χωρών του Νότου είναι το πακέτο των 750 δισ. ευρώ που παρουσίασε Κομισιόν, ενώ η Ελλάδα βρίσκεται στο κλειστό κλαμπ των πιο ευνοημένων μελών, σύμφωνα με Goldman Sachs και Citi. Όμως, το δύσκολο κομμάτι τώρα ξεκινά καθώς αφορά την επίτευξη συμφωνίας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Η Κομισιόν κλήθηκε να καταρτίσει ένα σχέδιο που θα βασίζεται στον άξονα της γαλλο—γερμανικής πρότασης αλλά ταυτόχρονα θα ικανοποιεί και τους τέσσερις «αντιρρησίες», Ολλανδία, Αυστρία, Δανία και Σουηδία καθώς προσθέτει ένα κομμάτι δανείων. Παρουσιάστηκε, λοιπόν, ένα πακέτο οικονομικής στήριξης που δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία της Ενωμένης Ευρώπης και το οποίο, σύμφωνα με αναλυτές, ωφελεί περισσότερο την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πολωνία.
Όπως σημειώνει σε έκθεσή της η Goldman Sachs, η πρόταση της Κομισιόν είναι πιο κοντά στο σχέδιο που παρουσίασαν Μακρόν και Μέρκελ, αλλά ακόμη πιο φιλόδοξη στο κομμάτι των κεφαλαίων που θα διατεθούν μέσω δανείων για επενδυτικά project (τα 250 δισ. ευρώ). Όσον αφορά την κατανομή των κεφαλαίων ανά χώρα, η προσομοίωση δείχνει ότι οι χώρες του Νότου θα ευνοηθούν ακόμη περισσότερο απ’ ότι αναμενόταν και ειδικότερα η Ισπανία και η Ελλάδα.
Η χώρα, μάλιστα, θα είναι αυτή που δει τη μεγαλύτερη εισροή κεφαλαίων σε σύγκριση με το ΑΕΠ της. Η Ισπανία αναμένεται να λάβει το μεγαλύτερο κονδύλι σε απόλυτα νούμερα, ύψους 82,2 δισ. ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο 6,6% του ΑΕΠ της. Η Πολωνία θα λάβει 36 δισ. ευρώ που αντιστοιχούν στο 6,8% του ΑΕΠ της, ενώ τα 33 δις. ευρώ για την Ελλάδα αντιστοιχούν κοντά στο 18% του ΑΕΠ της.
Η Citi, από την πλευρά της, κάνει λόγο για σημαντική ανακατανομή μεταξύ των χωρών-μελών, καθώς τα μισά κεφάλαια πηγαίνουν στις χώρες με το χαμηλότερο εισόδημα και υψηλότερο χρέος που αντιπροσωπεύουν το 1/4 του ευρωπαϊκού ΑΕΠ.
Ουσιαστικά, η ανακοίνωση του σχεδίου σηματοδοτεί την έναρξη των διαπραγματεύσεων, με την πρώτη επίσημη συζήτηση να αναμένεται στο επόμενο Eurοgroup της 11ης Ιουνίου και εν συνεχεία στη Σύνοδο Κορυφής στις 18-19 του ίδιου μήνα. Από τη στιγμή που απαιτείται ομοφωνία μεταξύ των 27 χωρών-μελών της Ε.Ε. και στη συνέχεια έγκριση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, πριν περάσει η πρόταση από τα κοινοβούλια, η Goldman Sachs δεν αποκλείει οι Ευρωπαίοι να περάσουν το καλοκαίρι με διαπραγματεύσεις αλλά και με τις συνηθισμένες σε αυτές ανάλογες περιπτώσεις εντάσεις, λόγω της επιφυλακτικότητας των «τεσσάρων».
Αυστρία, Δανία, Ολλανδία και Σουηδία θεωρείται δεδομένο ότι θα προσπαθήσουν να μειώσουν το ποσό των επιχορηγήσεων ή/και να θέσουν αυστηρούς κανόνες για το πώς θα δοθούν και που θα αξιοποιηθούν τα χρήματα αυτά. Παρ’ όλα αυτά, η Capital Economics εκτιμά ότι από τη στιγμή που η πρόταση της Κομισιόν έχει τη στήριξη των τεσσάρων μεγαλύτερων οικονομιών, το τελικό σχέδιο θα είναι πολύ κοντά σε αυτό που ανακοίνωσε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Όπως σημειώνει ο οίκος, αν η συγκεκριμένη πρόταση – ή μία κοντά σε αυτήν – συμφωνηθεί, θα αποτελέσει μία τεράστια αλλαγή στην οικονομική αρχιτεκτονική της Ε.Ε. Εντούτοις, τα δημοσιονομικά οφέλη για τις περισσότερο πληττόμενες χώρες θα είναι σχετικά περιορισμένα βραχυπρόθεσμα, αντικατοπτρίζοντας το γεγονός ότι η ΕΕ προσπάθησε να «στριμώξει» ένα δημοσιονομικό πακέτο αντιμετώπισης της κρίσης στον προϋπολογισμό της. Πάντως, η Capital Economics, επισημαίνει ότι ενώ το πακέτο θα βοηθήσει τις χώρες, ικανοποιεί μόλις ένα κομμάτι του συνολικού «λογαριασμού» και μένει να δούμε πως θα αντιμετωπιστεί το ζήτημα της αύξησης των κρατικών χρεών κατά 20%-35% του ΑΕΠ.
Το γεγονός αυτό με τη σειρά του αφήνει και πάλι εκτεθειμένη την ΕΚΤ, υπό την έννοια ότι καλείται να σηκώσει το μεγαλύτερο βάρος σε ό,τι αφορά τον περιορισμό του κόστους δανεισμού των χωρών-μελών, και ιδιαίτερα των χωρών του Νότου. Επομένως είναι εύλογο η ΕΚΤ να προχωρήσει άμεσα στην αύξηση των αγορών ομολόγων για όλους τους γνωστούς λόγους αλλά και για να δείξει ότι στήριξη την πρόταση της Κομισιόν θέτοντας στην ουσία ένα άτυπο «ταβάνι» στις αποδόσεις των ομολόγων.
Όμως και πάλι, οι περισσότεροι αναλυτές τονίζουν ότι η Ευρώπη δεν διαθέτει αυτή τη στιγμή, ούτε πρόκειται στο εγγύς μέλλον, ένα μακροπρόθεσμο εργαλείο που θα λύνει τα προβλήματα των κρατικών χρεών των χωρών-μελών και επομένως δεν αποκλείεται να βρεθούμε ξανά στο μέλλον αντιμέτωποι με μία νέα κρίση χρέους.