Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Αν και η αξιολόγηση των τραπεζικών διοικήσεων βρίσκεται ακόμη στην αφετηρία της, με τις ανακοινώσεις των μεγάλων αλλαγών να συνδέονται χρονικά, όπως ανέφερε το liberal.gr, με τις επερχόμενες γενικές συνελεύσεις του Ιουνίου, χθεσινό δημοσίευμα των FT επαναφέρει το θέμα κάνοντας λόγο για μία διαδικασία που αντιτίθεται στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ για στενότερο κρατικό έλεγχο και την τοποθέτηση δικών του ανθρώπων.
Την ίδια ώρα, πληροφορίες του liberal.gr αναφέρουν ότι η κυβέρνηση έχει επαναφέρει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης το θέμα της αλλαγής του νόμου, μία προοπτική που είχε αποκλείσει η επικεφαλής του SSM, Danielle Nouy, κατά την επίσκεψή της στην Αθήνα στις αρχές Φεβρουαρίου.
Σύμφωνα, λοιπόν, με κυβερνητικές πηγές, οι συζητήσεις είναι προχωρημένες και οι θεσμοί εμφανίζονται πιο ελαστικοί στο θέμα των κριτηρίων, «ακούγοντας» την πρόταση της ελληνικής πλευράς για περιορισμό τους μόνο στα εκτελεστικά μέλη των διοικητικών συμβουλίων.
Με τη διαπραγμάτευση να βρίσκεται σε εξέλιξη είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί η έκβαση του συγκεκριμένου θέματος, όμως πιθανή αλλαγή πλεύσης από πλευράς δανειστών θα αποτελέσει έκπληξη καθώς μέχρι πρότινος το αίτημα της Αθήνας δεν έβρισκε την ανάλογη ανταπόκριση. Στην περίπτωση που περάσει η ελληνική θέση αλλάζει σημαντικά το τοπίο αναφορικά με τον αριθμό των αποχωρήσεων και την παραμονή συγκεκριμένων προσώπων. Σε αντίθεση με τις εκτιμήσεις που θέλουν περίπου 20 από τα 55 μέλη των διοικητικών συμβουλίων να μην πληρούν τα κριτήρια που έχουν τεθεί από τον σχετικό νόμο με αποτέλεσμα να αναμένεται η αντικατάστασή τους.
Ποιος, όμως, ευθύνεται τελικά για τις επικείμενες αλλαγές στις τράπεζες; Είναι αποτέλεσμα κυβερνητικής πολιτικής ή απαίτηση της ΕΚΤ;
Η προοπτική ευρύτατων αλλαγών στις τραπεζικές διοικήσεις αποτέλεσε εστία έντονης αντιπαράθεσης κατά την προεκλογική περίοδο του Ιανουαρίου του 2015, με τον ΣΥΡΙΖΑ να υπόσχεται «κάθαρση» στις τράπεζες και πιο ενεργητική άσκηση ελέγχου από πλευράς δημοσίου.
Η σημαντική, ωστόσο, «υποσημείωση» που διαφοροποιεί τα όσα πρόκειται να δούμε το επόμενο δίμηνο, σε σύγκριση με τα όσα λέγονταν προεκλογικά είναι ότι οι όποιες αλλαγές θα γίνουν απολύτως σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, άσχετα αν εν τέλει δοθούν κάποια περιθώρια ευελιξίας.
Αυτό σημαίνει ότι την ευθύνη για τις αλλαγές έχουν οι ευρωπαϊκές αρχές και γι'' αυτόν ακριβώς το λόγο εκτιμάται ότι πολλά από τα νέα πρόσωπα θα είναι ξένοι, ενώ δεν αποκλείονται και ηχηρές αποχωρήσεις κορυφαίων στελεχών.
Σημειώνεται πως ακόμα και μετά τα γεγονότα του καλοκαιριού και την υπογραφή του νέου μνημονίου, ο πρωθυπουργός εξέφρασε επανειλημμένα την ανάγκη αντικατάστασης των διοικήσεων των τραπεζών που θα χρειάζονταν κρατική ενίσχυση κατά τον τρίτο γύρο της ανακεφαλαιοποίησης. Μάλιστα, στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης που προέκυψε από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, ο κ. Τσίπρας έκανε λόγο για διοικήσεις που οδήγησαν τις τράπεζες σε κατάρρευση.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, είχε εξαρχής δείξει τις διαθέσεις της, όντας ο «μεγάλος επόπτης» των ευρωπαϊκών τραπεζών. Από το Νοέμβριο του 2014, όταν τέθηκε σε λειτουργία ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) της ΕΚΤ, τα μηνύματα από την Φρανκφούρτη, αναφορικά με τον έλεγχο των ευρωπαϊκών τραπεζών, ήταν ξεκάθαρα.
Για την υλοποίηση της τραπεζικής ενοποίησης οι πιστωτικοί όμιλοι που βρίσκονται υπό την εποπτική ομπρέλα της ΕΚΤ θα πρέπει να εναρμονίσουν τις πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΚΤ κατέστησε σαφές προς την ελληνική πλευρά πως οποιαδήποτε αλλαγή στις διοικήσεις των τραπεζών θα λαμβάνει χώρα μόνο μετά από έγκριση του SSM.
Προγραμμάτισε δε, μία σειρά αυστηρών ελέγχων, οι οποίοι εντείνονται μέσα στο 2016, με στόχο τη βελτίωση του συνόλου των τραπεζικών λειτουργιών σύμφωνα με τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές και την εξάλειψη φαινομένων «διευκολύνσεων» και «αδιαφανών δαπανών».
Συγκεκριμένα, για τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο, η επιλογή των τραπεζικών διοικήσεων προβλέπεται από το τρίτο μνημόνιο και το νόμο για την αξιολόγησή τους που πέρασε με αυστηρά κριτήρια, μετά από έντονες πιέσεις του SSM. Μάλιστα, κατά την επίσκεψή της στην Αθήνα τον περασμένο Φεβρουάριο, η επικεφαλής του SSM, Daniele Nouy απέκλεισε το ενδεχόμενο αλλαγών στους «αυστηρούς» όπως τους χαρακτήριζαν τραπεζικά στελέχη, περιορισμούς για τη συμμετοχή στα τραπεζικά δ.σ.
Από τη μία, λοιπόν, η κυβέρνηση καλλιεργούσε ένα κλίμα δραματικών αλλαγών σε πρόσωπα και... συνήθειες, με περισσότερο κρατικό έλεγχο, συνδέοντας τον πρότερο βίο των τραπεζικών διοικήσεων με τη διαπλοκή. Από την πλευρά της, η ΕΚΤ θέλει να διασφαλίσει ότι οι τράπεζες θα βρίσκονται σε χέρια ιδιωτών και θα λειτουργούν με όρους αγοράς, ήτοι με στελέχη που θα διαθέτουν σημαντική εμπειρία – κυρίως διεθνή - και δεν θα σχετίζονται με κρατικά αξιώματα.
Παράλληλα, πηγές από τη Φρανκφούρτη επισημαίνουν ότι η ΕΚΤ δεν κάνει κάτι παραπάνω από το προφανές. Αναλαμβάνει, δηλαδή, τον απόλυτο εποπτικό έλεγχο των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών τραπεζών, αποκλείοντας κάθε πιθανότητα κρατικών παρεμβάσεων. Οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι ενδεχόμενη χαλάρωση του πλαισίου για την αξιολόγηση των διοικήσεων θα αποτελέσει αποτέλεσμα υποχωρήσεων στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης και δεν αποκλείεται να έχει μόνο προσωρινό χαρακτήρα.