Αλήθειες και ψέματα για την ΔΕΗ: Ποιος την οδήγησε στη χρεοκοπία

Αλήθειες και ψέματα για την ΔΕΗ: Ποιος την οδήγησε στη χρεοκοπία

Του Γιώργου Φιντικάκη

Έναν ασύλληπτο λογαριασμό έχει κοστίσει την τελευταία τετραετία η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ στη ΔΕΗ, που τώρα κατηγορεί την κυβέρνηση ότι προβαίνει σε αναίτιες και προαποφασισμένες αυξήσεις στο ρεύμα. Οι ίδιοι άνθρωποι που με τους πειραματισμούς τους οδήγησαν πέρυσι την ΔΕΗ σε 900 εκατ ευρώ ζημιές, και τους ορκωτούς της ελεγκτές να προειδοποιούν με χρεοκοπία, κατηγορούν τώρα την κυβέρνηση ότι δημιούργησε σκόπιμα μια ψευδή εικόνα για τις ταμειακές της ανάγκες, ώστε να επιβαρύνει την κοινωνία με μέτρα 500 εκατ ευρώ.

Η αλήθεια ωστόσο είναι διαφορετική. Αν η επιχείρηση ήταν βιώσιμη, η Ernst & Young δεν θα έκρουε πέρυσι το καμπανάκι ότι η ΔΕΗ βρίσκεται στα όρια της βιωσιμότητάς της, και η μετοχή της δεν θα είχε κάνει βουτιά 90% κατά την τετραετία 2015-2019. Ούτε οι τράπεζες θα ανησυχούσαν για την ομαλή εξυπηρέτηση των δανείων ύψους 1,8 δις ευρώ προς την επιχείρηση, θέτοντας κάθε φορά, που τους ζητά να την δανείσουν, ακόμη πιο αυστηρούς όρους, όπως να τους ενεχυριάσει τις μετοχές της ΔΕΗ Ανανεώσιμες, να τους παραχωρήσει σειρά συμβάσεων πελατών της ή να τους δώσει το μεγαλύτερο ποσοστό των εσόδων από την πώληση των λιγνιτικών μονάδων.

Η διάσωση της ΔΕΗ είναι μονόδρομος και με κάθε κόστος, ακόμη και με δύσκολα πολιτικά μέτρα, ωστόσο η λύση θα ήταν διαφορετική αν η διαχείριση της τελευταίας τετραετίας δεν ήταν τόσο καταστροφική. Το χθεσινό πακέτο μέτρων που εξήγγειλε η κυβέρνηση, δεν κάνει τίποτα παραπάνω από το να επιχειρεί να επουλώσει τους αδιέξοδους πειραματισμούς στην αγορά ηλεκτρισμού της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που κόστισαν πάνω από 1 δισ. ευρώ στη ΔΕΗ, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της διοίκησης της εταιρείας.

Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της επιβάρυνσης προήλθε από την συμφωνία του 2015 με τους δανειστές, να εγκαταλειφθεί το μοντέλο της "Μικρής ΔΕΗ" από το οποίο η επιχείρηση υπολογίζεται ότι θα έβαζε τότε στα ταμεία της 1,5-2 δισ ευρώ, και να αντικατασταθεί με τον υποχρεωτικό περιορισμό του μεριδίου αγοράς της στο 50% με μηδενικό οικονομικό αντάλλαγμα, μέσω των περίφημων δημοπρασιών ΝΟΜΕ. Την υποχρέωση δηλαδή της ΔΕΗ να παράγει ηλεκτρικό ρεύμα και να το πουλάει μετά στους ανταγωνιστές της, σε τιμή χαμηλότερη του κόστους παραγωγής, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος μείωσης του μεριδίου της στο 50%.

Τελικά τίποτα από τα παραπάνω δεν δούλεψε. Το εργαλείο των δημοπρασιών δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, αφού το ποσοστό της ΔΕΗ παραμένει στο 73%, οι δανειστές απαίτησαν την πώληση λιγνιτικών μονάδων μέσω διαγωνισμού, που απέβη άκαρπος εις διπλούν, επιβεβαιώνοντας τους αδιέξοδους χειρισμούς της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

Ενώ με την πώληση της «Μικρής ΔΕΗ», η επιχείρηση όχι μόνο θα έβαζε στα ταμεία της χρήματα, αλλά θα ξεφορτώνονταν το 30% των δανείων της, το 30% του προσωπικού της, μέρος από τους απλήρωτους λογαριασμούς και του επιχειρηματικού ρίσκου, δηλαδή θα μείωνε αισθητά το λειτουργικό της κόστος, σήμερα η ΔΕΗ παραμένει φορτωμένη με όλ' αυτά τα βάρη. Επίσης, στην διάρκεια των 5 ετών, που μεσολάβησαν από το 2014, η ευρωπαϊκή πολιτική γύρω από τον άνθρακα, έγινε απείρως αυστηρότερη, γεγονός που σημαίνει ότι σήμερα δεν έχει καμία τύχη μια επιχείρηση σαν την ΔΕΗ, όσο συνεχίζει να ζει στην λιγνιτική εποχή.

Στην ίδια λογική ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ που με την ανοχή στα κινήματα "δεν πληρώνω", έφτασε στα 2,7 δισ ευρώ τα ανεξόφλητα χρέη προς τη ΔΕΗ, ποσό που ισοδυναμεί με το 50% του ετησίου της τζίρου.

Το πολύτιμο δηλαδή κεφάλαιο που δαπανήθηκε τόσα χρόνια σε ανεφάρμοστες λύσεις και προτάσεις, είχε ως αποτέλεσμα η επιχείρηση να έχει χάσει σημαντικό έδαφος για την επέκταση στον τομέα των ΑΠΕ και να βρίσκεται σήμερα στο ίδιο ακριβώς σημείο με εκείνο που βρισκόταν το 2014 όσον αφορά τις υποχρεώσεις της έναντι των Βρυξελλών, αλλά σε πολύ χειρότερη χρηματοοικονομική κατάσταση.

Εδώ και πάρα πολλά χρόνια η ανάγκη μιας γενναίας αναδιάρθρωσης της ΔΕΗ είναι πέρα από προφανής. Η ραγδαία ωστόσο επιδείνωση στα οικονομικά της αποτελέσματα, συνέβη την τελευταία πενταετία.

Ήταν προφανές εξ αρχής ότι μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν στο κεφάλαιο ΔΕΗ. Ηταν σαφές ότι θα απαιτούνταν επιπλέον δύσκολα μέτρα για την διάσωση της επιχείρησης, όπως επίσης ήταν αναμενόμενο ότι η οικονομική της κατάσταση θα αποδεικνύονταν χειρότερη απ' ότι την υπολόγιζε η νέα διοίκηση. Η ανάγκη για λήψη αποφάσεων με πολιτικό κόστος αποτελεί κοινό τόπο. Οποιαδήποτε ολιγωρία, μπροστά στις αντιδράσεις, μπορεί να επηρεάσει το σύνολο της οικονομίας.

Είναι επομένως το λιγότερο αποπροσανατολισμός εκ μέρους της αντιπολίτευσης που επί τέσσερα χρόνια διαχειρίστηκε την τύχη της ΔΕΗ, να καταγγέλλει τώρα το πακέτο μέτρων της κυβέρνησης και να δηλώνει «έκπληκτη» για τις αποφάσεις της, αφού οι δικοί της αδιέξοδοι πειραματισμοί το επέβαλαν.