Όσοι είναι στη διαδικασία ανακαίνισης σπιτιού, θα έχουν διαπιστώσει ότι εάν δεν «κλειδώσουν» το κόστος, θα βρεθούν αντιμέτωποι με διακυμάνσεις που παραπέμπουν σε χρηματιστηριακή αρένα. Λόγω των δυσκολιών στην εφοδιαστική αλυσίδα και των ανατιμήσεων των πρώτων υλών, τα κόστη αυξάνονται συνεχώς.
Για παράδειγμα, η τιμή ανά τετραγωνικό για την τοποθέτηση νέων πατωμάτων έχει ενισχυθεί κατά 30%, σε σχέση με πριν από έξι μήνες, ενώ η τοποθέτηση καινούργιων κουφωμάτων αλουμινίου δεν κοστίζει μόνο ακριβότερα, αλλά απαιτεί και μεγαλύτερο χρόνο αναμονής. Αντίστοιχα, οι καινούργιες οικοδομές, κοστίζουν πολύ ακριβότερα και σε όσες οι εργασίες δεν σταματούν, η τιμή πώλησης ανά τετραγωνικό αυξάνεται για να απορροφηθεί το επιπλέον κόστος.
Πού οδηγούν όλα αυτά; Στην στροφή των αγοραστών στα παλαιότερα διαμερίσματα τα οποία μπορούν να αλλάξουν μορφή με ένα λελογισμένο κόστος ανακαίνισης.
Για παράδειγμα, σήμερα το κόστος κατασκευής ανά τ.μ. ξεπερνάει τα 1.500 ευρώ όταν πριν από ένα χρόνο διαμορφωνόταν, κατά μέσο όρο, σε 1.000 ευρώ. Αυτές οι ανατιμήσεις οδηγούν στη δημιουργία διαφορετικών ταχυτήτων στο real estate και στους πωλητές ακινήτων. Κυρίως οικογενειακές τεχνικές εταιρίες αντιμετωπίζουν κίνδυνο βιωσιμότητας, αφού πολλοί developers, έχουν πουλήσει από τα σχέδια - πριν ξεσπάσει το τσουνάμι ανατιμήσεων και πρέπει να ολοκληρώσουν την κατασκευή με νέα κόστη.
Αυτή η κατηγορία developers, που έχει δεσμευτεί με συμβόλαια, θα πρέπει να απορροφήσει τις όποιες αυξήσεις χωρίς να αλλάξει την τελική τιμή στον αγοραστή. Τα προβλήματα αυξάνονται, εάν υπάρχει δανεισμός και το οικόπεδο έχει αγοραστεί σε υψηλές τιμές, δηλαδή τα περιθώρια κέρδους ήταν εξ αρχής χαμηλά.
Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τη συνέχιση της κατασκευής των νέων κτιρίων, με τους εργολάβους να μετακυλίουν τις τιμές στον τελικό αγοραστή. Στην περίπτωση αυτή, «βασιλιάς» είναι η ζήτηση που εξασφαλίζει τη συνέχιση των projects, κάτι που παρατηρείται σε καλές περιοχές στο κέντρο της Αθήνας και στα Νότια προάστια.
Στην τρίτη κατηγορία ανήκουν όσοι έχουν αποσύρει τα ακίνητα τους από την αγορά, προσδοκώντας να σταθεροποιηθεί κάπως η κατάσταση τόσο στον κλάδο της οικοδομής, όσο και στο σύνολο της αγοράς ακινήτων. Και στην συνέχεια να δουν πώς θα κινηθούν, προσβλέποντας στην εξασφάλιση υπεραξίας.
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, η δυναμική του real estate θα παραμείνει θετική για τη φετινή χρονιά. Ωστόσο, δίχως αμφισβήτηση, η συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης λόγω υψηλού πληθωρισμού ο οποίος θα αργήσει να υποχωρήσει, θα καταστήσει ακόμη δυσκολότερη υπόθεση την αγορά ενός νεόδμητου ακινήτου. Αυτό σε συνδυασμό με την αύξηση των ενοικίων ιδίως σε διαμερίσματα με μειωμένες ενεργειακές απαιτήσεις, δημιουργεί νέο τοπίο στην αγορά ακινήτων. Σε αυτό το τοπίο, τα παλαιά ακίνητα αποκτούν προβάδισμα, δεδομένου ότι τα νεόδμητα ακριβαίνουν.
Τα σκήπτρα κρατούν τα παλαιά ακίνητα
Ήδη, εξάλλου, το 2021, τα παλαιά ακίνητα, σύμφωνα με έρευνα της Re/max είχαν τα σκήπτρα των αγοραπωλησιών. Υπολογίζεται ότι περισσότεροι από δύο στους τρεις αγοραστές επέλεξαν ακίνητο ηλικίας άνω των 20 χρόνων.
Επίσης, η ζήτηση για νεόδμητα μέχρι 5 ετών, ανήλθε σε 8%, ενώ για την ίδια κατηγορία το ποσοστό αυτό ήταν μόλις 3% το 2020. Οι ενδιάμεσες ηλικιακές κατηγορίες ακινήτων, δηλαδή από 11 έως 15 έτη, συγκέντρωσαν συνολικά το ενδιαφέρον του 11% των τελικών αγοραστών, ενώ από 6 έως 10 έτη μόλις το 6%.
Στην Αττική, το 76% των ακινήτων που πουλήθηκαν ήταν ηλικίας άνω των 20 χρόνων. Αντίθετα, τα νεόδμητα και τα ακίνητα ηλικίας έως πέντε χρόνων αντιπροσωπεύουν μόλις το 2% του συνόλου των αγοραπωλησιών.
Στη Θεσσαλονίκη τα μεγαλύτερα ποσοστά προτίμησης συγκεντρώνουν ακίνητα ηλικίας άνω των 20 ετών, ενώ μόλις 11% της ζήτησης αφορά ακίνητα ηλικίας από 11 έως 15 έτη.